More
    patakis_To_vivlio_twn_fovwn_banner_1068
    patakis_oti thelw tha kanw banner_1068x150
    patakis_To_vivlio_twn_fovwn_banner_1068
    patakis_oti thelw tha kanw banner_1068x150
    patakis_To_vivlio_twn_fovwn_banner_1068
    patakis_oti thelw tha kanw banner_1068x150
    patakis_To_vivlio_twn_fovwn_banner_405
    patakis_oti thelw tha kanw banner_405x150
    ΑρχικήΒιβλίο12-15 ετώνΌταν έφυγαν τ’ αγάλματα, της Αγγελικής Δαρλάση

    Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα, της Αγγελικής Δαρλάση

    Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013. Ο καθηγητής αρχαιολογίας Κώστας Πασχαλίδης φέρνει στη γνώση των αναγνωστών της LIFO (τεύχος #333) μια από τις συγκινητικότερες ιστορίες της Ελλάδας του ’40. Το άρθρο του τιτλοφορείται «Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου». Το άρθρο (διαβάστε το ολόκληρο εδώ) άρχιζε έτσι:

    «Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του. Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή».

    Αυτό το άρθρο ενέπνευσε την πολυβραβευμένη συγγραφέα Αγγελική Δαρλάση να σκάψει εκείνη τη μισοάγνωστη ιστορία διάσωσης των αγαλμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της πρωτεύουσας. Η υπόθεση των αγαλμάτων του μουσείου έχει πολλές παραμέτρους. Αφενός αποτελεί ίσως τη μοναδική περίπτωση στη νεότερη ελληνική ιστορία όπου κάποιοι άνθρωποι, σε σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές θέσεις (τεχνίτες, υπάλληλοι, φύλακες), έδρασαν έχοντας σχέδιο, βλέποντας μακρύτερα από το προφανές σήμερα και πάνω απ’ όλα θέτοντας στην κορυφή των αξιών τη διάσωση όλων των πολύτιμων εκθεμάτων. Αυτού που αποκαλούμε «ελληνικό πολιτισμό». Αφετέρου, φανερώνει την ιδιαίτερη σχέση που είχαν αναπτύξει κάποιοι άνθρωποι με το αρχαιολογικό χρυσάφι που φώτιζε το γεωγραφικό χώρο που τους γέννησε και αγαπούν.

    Όταν την Κυριακή 27 Απριλίου 1941, οι γερμανικές δυνάμεις του Χίτλερ έφτασαν έξω από το Μουσείο της Αθήνας, λίγοι γνώριζαν τι θα αντικρίσουν ανεβαίνοντας τα σκαλιά του. Εξήντα χρόνια λειτουργίας του μουσείου απουσίαζαν. Προθήκες και βάθρα όλα αδειανά.

    Η Αγγελική Δαρλάση δεν μένει σε μία ντοκιμαντερίστικη καταγραφή του περιστατικού. Η ιστορία της δραπέτευσης των αγαλμάτων είναι η φωτεινή στιγμή μηδέν που ακτινοβολεί σα στέφανο πίσω από τα κεφάλια των πρωταγωνιστών της.

    Της Αγγελίνας, του κοριτσιού με το ένα ολόκληρο και το ένα… μισό χέρι, το καταραμένο. Που η ζωή έφερε τους γονείς της να εργάζονται στο μουσείο –ως τεχνίτης ο πατέρας της, ως καθαρίστρια η μητέρα της- και τη δική της τη ζωή να ανθίζει μέσα στους διαδρόμους αυτού του θαυμαστού χώρου. Η Αγγελίνα μιλά με τα αγάλματα, χορεύει μαζί τους, ακούει τις ιστορίες τους, τα βλέπει να κατεβαίνουν από το βάθρο τους, να καλπάζουν μέσα στη χρονοκάψουλα των αναμνήσεων, να δακρύζουν.

    Η Αγγελίνα είναι η σάρκινη εκδοχή των αγαλμάτων, η αγγελιοφόρος τους στον έμβιο κόσμο των ανθρώπων, εκείνων που αμύνονται, εκείνων που βιαιοπραγούν. Με κομμένο χέρι σαν τα περισσότερα αγάλματα, με σωματική «μειονεξία» που δεν εμποδίζει να τη θαυμάσεις, με μια παγερή αδιαφορία από τους περισσότερους ανθρώπους γύρω της, σαν κι εκείνη που εισπράττουν τα αγάλματα, με μια θαμπή περιέργεια από την πιο θαμπή εποχή των τελευταίων αιώνων. Είναι η ατελής στον κόσμο των αστόχαστων «τέλειων». Είναι το άγαλμα στη μέτρια ζωή τους. Είναι το πνευματικό δισέγγονο του Μακρυγιάννη και (παιδί) του Σεφέρη. «Γι’ αυτά τα αγάλματα πολεμήσαμε», είπε στους στρατιώτες ο πρώτος. «Είναι το φως, ίσκιοι της νύχτας», ο νομπελίστας.

    Η Αγγελίνα είναι ένα παιδί χωρίς παιχνίδια. Οι κούκλες της είναι τα αγάλματα με τα ημιτελή άκρα σαν το δικό της. Τις κινεί, τις ζωντανεύει, τις τροφοδοτεί με λόγια και ιστορίες. Ο,τι κάνουν τα παιδιά με τις κούκλες και τα αυτοκινητάκια τους, εκείνη το κάνει με τις «ακούνητες», «αμίλητες» κι «αγέλαστες» παρακαταθήκες των ανθρώπων.

    Πλάι της, ο Τίκο, ο συνομήλικος νεαρός με τις γυαλαμπούκες και τη μυωπία στο θεό. Οι δυο τους έχουν αγοράσει από την προ-πολεμική ελληνική κοινωνία τον ίδιο κώδικα: περιφρόνηση, λακωνικότητα, ενσυναίσθηση, πίστη. Με αυτόν τον κώδικα θα αναγνωριστούν, θα πορευθούν, θα πιάσουν ο ένας το χέρι του άλλου, θα πουν ιστορίες, θα φτιάξουν και θα γράψουν τη δική τους πλάι στη μεγάλη του πολέμου και εκείνη την άσημη των αγαλμάτων που βούτηξαν ξανά στο χώμα.

    Τα αγάλματα! Να πεθαίνεις για να ζήσεις! Να γυρίζεις στο χώμα που ήσουν θαμμένος για να γλιτώσεις από τη βαρβαρότητα της ζούγκλας που ντύθηκε ενδύματα χακί και παριστάνει τον τρανό άνθρωπο.

    «Είσαι σαν κι εμάς», της λένε τα αγάλματα με τον δικό τους τρόπο. «Είσαι εμείς», ιερόσυλα θα μπορούσα να συμπληρώσω. Τα αγάλματα που ξηλώνονταν προσεκτικά και τοποθετούνταν σαν σε αγκαλιά, σε στάση όρθιων νεκρών κάτω από το έδαφος του μουσείου.

    Ο πρόλογος της Άλκης Ζέη εκτός από τιμητικός για τη συγγραφέα είναι σχεδόν συμβολικός. Η Α. Δαρλάση κάνει –όχι μιμητικά- ο,τι περίπου έκανε η Α. Ζέη πριν 50 χρόνια. Τραβά τις δύσκολες εικόνες, τα θέματα που καίνε πάνω στη φωτιά, τα βγάζει από το κλειδωμένο μπαούλο και τα φέρνει στο προσκήνιο των νέων αναγνωστών. Που θα διαβάσουν για πόλεμο, ναζισμό, ανθρώπους, ευαισθησία, αυτοθυσία, εμφύλιο, μνήμη. Αυτή η αξία να θυμάσαι δίχως να σε κατηχεί η συγγραφέας, είναι διάχυτη σε όλη την ιστορία των αγαλμάτων. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση αλλά και παρένθετες ποιητικές αφηγήσεις από τη συγγραφέα, η Αγγελίνα, οι γονείς, ο Τίκο, οι άνθρωποι που φυγαδεύουν τα αγάλματα, φτιάχνουν κάτι πιο πέρα από ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Συνθέτουν μια αλληγορική συνεκδοχή για τις προτεραιότητες, το ηθικό ανάστημα ή τέλμα και τον πολιτισμό του ανθρώπινου γένους. Για τον εγκιβωτισμό (μαζί με τα αγάλματα) του μεγαλείου, την ανάδυση της ιστορίας, τη διάσωση όσων μπορούν να διασωθούν.

    Πίσω από το εκθαμβωτικό φως της διάσωσης των αγαλμάτων, σα σκιές, κινούνται μαριονετίστικα οι μικρές ιστορίες των πρωταγωνιστών, μυθοπλαστικών και μη, που αποκαθηλώνουν το «δε βαριέσαι» και το «ωχ, αδερφέ». Το αποκαθηλώνουν εκκωφαντικά.

    Την ώρα που αναδύονται στην ανθρωπότητα φαινόμενα τύπου Παλμύρας, που βλέπεις θαύματα γλυπτικής και τέχνης ευρύτερα να θρυμματίζονται μπροστά στο μένος της καταστροφής, βιβλία σαν κι αυτό, θα βάλουν τον αναγνώστη (όχι απαραίτητα νεαρό) σε μια ατραπό πολιτιστικής εξόδου. Αν πρέπει, για να σώσουμε κάτι, να το θάψουμε για λίγο, ας το κάνουμε.

    «Ο ανήφορος κι ο κατήφορος είναι ο ίδιος δρόμος». Είναι ο ίδιος δρόμος αλλά έχει αξία από πού τον κοιτάζεις και πως τον διαχειρίζεσαι.

    «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί θέλουν να τα πάρουν. Να τα πάνε που; Αφού και σε ξένα μουσεία να τα βάλουν… όλοι θα ξέρουν ότι είναι δικά μας» είχα ρωτήσει με γνήσια απορία τον πατέρα όταν μου εξηγούσε.

    «Επειδή, αν χάσουμε τον πόλεμο και γίνουν δικά τους… ακόμα κι η Ιστορία μπορεί ν’ αλλάξει. Με τον καιρό θα είναι πιο εύκολο να ξεχάσουν οι άνθρωποι την αλήθεια».

    ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
    Τίτλος: Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα
    Συγγραφέας: Αγγελική Δαρλάση
    Εικονογράφηση εξωφύλλου: Μυρτώ Δεληβοριά
    Εκδόσεις: Μεταίχμιο, Νοέμβριος 2015
    Προλογικό σημείωμα: Άλκη Ζέη
    Σελίδες: 224
    Μέγεθος: 14 Χ 20,5
    ISBN: 978-618-03-0350-6

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular