More
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 405x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήELNIPLEX+ΑρθρογραφίαΕλληνική Εβδομάδα Μετάφρασης: Γιατί δεν μεταφράζονται ελληνικά βιβλία στο εξωτερικό;

    Ελληνική Εβδομάδα Μετάφρασης: Γιατί δεν μεταφράζονται ελληνικά βιβλία στο εξωτερικό;

    Στην Εβδομάδα Μετάφρασης 2022 προσκεκλημένοι του ELNIPLEX είναι:

    – ο βραβευμένος συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης με ενδεικτικό μεταφραστικό έργο τα Καθετί το λυπηρό είναι ένα ψέμα (μια αληθινή ιστορία) του Daniel Nayeri (Πατάκη 2022), Το αγόρι από το Μπούχενβαλντ, του Robbie Waisman (Πατάκη 2021), Ο Σάιμον ενάντια στην ανθρωπότητα, της Becky Albertalli (Πατάκη, 2020) και Αγαπητέ Έβαν Χάνσεν, του Val Emmich (Πατάκη, 2019),

    – η επίσης πολυβραβευμένη συγγραφέας και διακεκριμένη μεταφράστρια Αργυρώ Πιπίνη, με ενδεικτικό μεταφραστικό έργο τα βιβλία Ο Κάφκα και η κούκλα, της Larissa Theule (Διόπτρα, 2021), Κόκκινη μεταξωτή κορδέλα της Lucy Adlington (Διόπτρα, 2019), Οράτιος και Χάριετ: Κατακτούν την πόλη, της Clare Elsom (Καλέντης, 2019), Η φάρμα των ζώων, του George Orwell (Παπαδόπουλος, 2021), Αν έρθεις σαν τον άνεμο, της Jacqueline Woodson (Πατάκη, 2021) και Τα παιδιά στις στέγες, της Katherine Rundell (Πατάκη, 2020)

    – η σημαντική μεταφράστρια με ορισμένους εξαίρετους τίτλους στο άνω των εκατό βιβλίων έργο της, Πετρούλα Γαβριηλίδου, με ενδεικτικούς τα Πόνι, της R. J. Palacio (Παπαδόπουλος, 2022), Μυστήρια στη Νέα Υόρκη, της Sylvia Bishop (Παπαδόπουλος, 2021), Οι φάλαινες βγήκαν από τις θάλασσες, του Nick Bland (Παπαδόπουλος, 2022), Σχολή κατασκόπων (αρκετά βιβλία της σειράς) του Stuart Gibbs (Κλειδάριθμος 2020, 2022), Προβλήματα με τον Πυθαγόρα, της Stella Tarakson (Susaeta, 2021)

    – και η ανερχόμενη Εβίτα Λύκου με μικρό ακόμη αλλά δυναμικό μεταφραστικό έργο: Ο Τζορτζ και το διαστημικό κυνήγι θησαυρού, της Lucy Hawking (Anubis, 2020), Ο Τζορτζ και ο ανίκητος κώδικας, της Lucy Hawking (Anubis, 2022), Ο Τζορτζ και το Μυστικό Κλειδί για το Σύμπαν, της Lucy Hawking (Anubis, 2019), Παγωμένος κόσμος, του A. G. Riddle (Anubis, 2019), Παιδιά του ουρανού και της γης, του Guy Gavriel Kay (Anubis, 2021).

    Με τους τέσσερις αυτούς μεταφραστές ξεκινήσαμε μία συζήτηση πάνω σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Ένα πρώτο ερώτημα, ίσως από εκείνα που απασχολούν περισσότερο εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές και αναγνώστες, είναι γιατί δεν βλέπουμε ελληνικά βιβλία να μεταφράζονται στο εξωτερικό. Ποιοι είναι οι λόγοι που εμποδίζουν μια μεγαλύτερη ροή των βιβλίων μας προς άλλες γλώσσες. Είναι τόσο μέτρια τα βιβλία μας; Ή υπάρχουν άλλα προβλήματα που αποτελούν τροχοπέδη;

    Όπως έχει αναδειχτεί από τη συζήτηση που γίνεται εδώ και καιρό πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, υπάρχει ένα πλέγμα από αιτίες οι οποίες δρουν ανασχετικά. Είναι η απουσία ατζέντηδων και υποδομών, η θεσμική αδιαφορία, οι στενοί λογοτεχνικοί ορίζοντες των ίδιων των δημιουργών, το γεγονός πως τα ελληνικά είναι μια «μικρή» γλώσσα που τη μιλούν λίγοι σχετικά άνθρωποι στην «επαρχία» της ευρωπαϊκής ηπείρου… Νομίζω, όμως, ότι η πραγματικότητα αυτή αντανακλά σε μεγάλο βαθμό και τη θέση που κατέχει η λογοτεχνία και γενικότερα ο πολιτισμός στη ζωή των Ελλήνων και στις προτεραιότητες του κράτους και των άλλων θεσμών. Όταν εσύ ο ίδιος δίνεις μικρή σημασία σε κάτι, παραμερίζοντάς το σε κάθε ευκαιρία και αγνοώντας το επιδεικτικά, γιατί να δελεαστούν οι άνθρωποι του βιβλίου από τον υπόλοιπο κόσμο να επενδύσουν πάνω σου;“, ανέφερε ο Γιώργος Παναγιωτάκης που τοποθέτησε αμέσως το ζήτημα στη σωστή τροχιά.

    Και η Αργυρώ Πιπίνη, όμως, στάθηκε στην έλλειψη ατζέντηδων που θα προωθήσουν το ελληνικό βιβλίο σε ξένους οίκους, αλλά και συνέδεσε την απουσία μετάφρασης προς τα έξω με το ότι δεν διαβάζουμε οι ίδιοι οι Έλληνες, δηλαδή με την απουσία ενδιαφέροντος. Όχι! Δεν είναι συνεννοημένοι. Απλά η αλήθεια δεν επιδέχεται πολλές διαφοροποιήσεις πια. “Θα έπρεπε ίσως, αρχικά, να αναρωτηθούμε γιατί δεν διαβάζουν βιβλία οι Έλληνες. Θα βοηθούσε επίσης, πιστεύω, να υπάρχει αρμόδιος φορέας που να έχει μελετήσει το θέμα ώστε τα προγράμματα μετάφρασης που εκπονούνται κάθε τόσο να είναι πιο εξειδικευμένα και να καλύπτουν το φάσμα της εκδοτικής παραγωγής. Και θα έπρεπε επίσης να δούμε το θέμα των ατζέντηδων που είναι απαραίτητοι και αναλαμβάνουν να εκπροσωπήσουν βιβλία και δημιουργούς”, σχολίασε στο θέμα η Αργυρώ Πιπίνη διαπιστώνοντας κι εκείνη στρατηγικό έλλειμμα και αδιαφορία από τους ίδιους τους πολίτες.

    Δίχως κανείς να γνωρίζει τις απαντήσεις του άλλου, καθόλου τυχαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι και η Πετρούλα Γαβριηλίδου κινήθηκε στις ίδιες διαδρομές σκέψης. “Η μεταφραστική τύχη της ελληνικής παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας δεν μπορεί παρά να είναι συνακόλουθη της μεταφραστικής πορείας του ελληνικού βιβλίου γενικότερα. Η μικρή εμβέλεια της γλώσσας μας διεθνώς, η έλλειψη ενός οργανωμένου δικτύου πώλησης δικαιωμάτων και η απουσία πολιτικού σχεδιασμού είναι κάποιοι από τους παράγοντες για τους οποίους δεν βλέπουμε περισσότερα ελληνικά βιβλία να μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες, ενώ αναμφίβολα διαθέτουν τα φόντα“.

    Η Εβίτα Λύκου δεν θεωρεί τη γλώσσα το μεγαλύτερο πρόβλημα της μη μετάφρασης ελληνικών βιβλίων στο εξωτερικό, αλλά τη θεματολογία η οποία είτε χάνει σε οικουμενικότητα, είτε της λείπει το τοπικό (εθνικό) στοιχείο που θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των ξένων οίκων και ατζέντηδων. “Το ελληνικό βιβλίο αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζει η εκδοτική παραγωγή κάθε μικρής χώρας. Κάθε χώρας που η γλώσσα της απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό φυσικών ομιλητών και διδάσκεται περιορισμένα ως ξένη γλώσσα στην παγκόσμια κοινότητα. Δεν πιστεύω, ωστόσο, ότι η γλώσσα είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο τα ελληνικά έργα δε μεταφράζονται στο εξωτερικό· αποτελεί απλά έναν παράγοντα που καθιστά το προϊόν λιγότερο προσβάσιμο και περισσότερο ακριβό για τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού. Πιθανολογώ ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής παραγωγής είναι η θεματολογία, όπως και σε κάθε ανάλογη περίπτωση χώρας με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Προκειμένου ένα έργο να μεταφραστεί σε άλλη γλώσσα πρέπει να έχει σε κάποιο βαθμό ένα οικουμενικό περιεχόμενο, χωρίς ωστόσο να του λείπει το εθνικό στοιχείο. Αν από ένα υποψήφιο προς μετάφραση βιβλίο λείπει η τοπική ιδιαιτερότητα, ως προς τη θεματική του, αν είναι σαν ένα οποιοδήποτε βιβλίο που θα μπορούσε να έχει γραφτεί σε οποιαδήποτε γλώσσα, ακόμα και αν είναι αφηγηματικά ή γλωσσικά καταπληκτικό, ο εκδότης έχει πολύ μικρό κίνητρο να μπει στη διαδικασία να το μεταφράσει και να το προωθήσει. Αυτό δε σημαίνει ότι οι συγγραφείς μας πρέπει να κάνουν αυτοσκοπό την αναζήτηση «οικουμενικών» θεμάτων ή να προσαρμόσουν τη γραφή τους στις απαιτήσεις μιας προς μετάφραση έκδοσης.

    Όμως έθεσε και αυτή τη μεγάλη σημασία που έχει μια κεντρική στρατηγική, αποτυπώνοντάς το μάλιστα εύγλωττα. “Μια συντονισμένη εθνική μεταφραστική πολιτική θα μπορούσε να προωθήσει στο εξωτερικό συγγραφείς και έργα, ένα πολιτισμικό προϊόν που διαφορετικά δε θα επιλέγονταν από τους εκδοτικούς οίκους οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις εκδόσεις απλά ως σκέτο προϊόν“.

    Η απουσία, λοιπόν, συντονισμένης εθνικής στρατηγικής και στην εντός συνόρων προώθηση βιβλίων αλλά εν προκειμένω και η απουσία μεταφραστικής στόχευσης δεν είναι και τόσο σύνθετο φαινόμενο. Τα πράγματα είναι απλά: ούτε το κράτος δείχνει πρόθεση να διαμορφώσει ένα οργανωμένο πλαίσιο που θα προωθεί τα βιβλία στο εξωτερικό, ούτε το βιβλίο είναι τόσο μεγάλο μέλημα στη ζωή των Ελλήνων αφού κατέχει στη ζωή των περισσότερων μια θέση από τη μέση και προς το τέλος ως μέσο ψυχαγωγίας και ελευθέρου χρόνου. Από την άλλη, δεν βλέπει κανείς γραφεία προώθησης βιβλίων στις μεγάλες διεθνείς εκθέσεις. Οι εκδότες και οι συγγραφείς και εικονογράφοι μοιάζουν συχνά να παλεύουν μόνοι δημιουργώντας δημόσιες σχέσεις με σημαντικούς διεθνώς παράγοντες. Η παρουσία των ελληνικών αποστολών σε μεγάλες διεθνείς εκδηλώσεις είναι υποτυπώδεις, συχνά με αυτοσχέδια μέσα (μην αναφέρουμε χειρόγραφες επιγραφές ελληνικών εκπροσωπήσεων).

    Όλο αυτό, όμως, το γνωρίζουμε, νομίζω όλοι∙ δεν ανακαλύπτει κανείς την Αμερική σήμερα. Αυτό που θεωρούμε πως απαιτείται είναι η κατάθεση μιας συγκροτημένης πρότασης προς το Υπουργείο Πολιτισμού για το πώς το ελληνικό βιβλίο θα προωθείται σε μεγάλα διεθνή γραφεία και οίκους, πώς θα αναδεικνύονται τα καλύτερα βιβλία προς αυτούς και δε θα παρελαύνουμε ως φτωχοί συγγενείς σε ανατολίτικο παζάρι εκθέτοντας την πραμάτεια μας, όπως βλέπουμε συχνά να συμβαίνει σε εγχώριες εκθέσεις και εκδηλώσεις.

    Θα συμφωνήσω με την Εβίτα Λύκου για το θέμα της γλώσσας. Μεταφράζονται Ιρανικά βιβλία, μεταφράζονται κάτι άλλες απίθανες γλώσσες και είναι τα ελληνικά το πρόβλημα; Μα το πρόβλημα είναι οι γλώσσες στις οποίες θα μεταφραστεί ένα βιβλίο, όχι η γλώσσα προέλευσης, δεδομένου ότι οι Έλληνες είναι πολύγλωσσοι και γλωσσομαθείς αλλά δεν λείπουν και οι φιλελληνιστές ανά τον κόσμο.

    Ο Γιώργος Παναγιωτάκης έθιξε ένα θέμα κάπως ταμπού. Αξίζουν τα ελληνικά βιβλία να μεταφραστούν περισσότερο; Μήπως οι λογοτεχνικοί ορίζοντες των ίδιων των δημιουργών είναι πράγματι στενοί; Δεν μπορώ να εκφέρω άποψη για τα βιβλία ενηλίκων, η εμπειρία μου είναι ενός τυπικού αναγνώστη, αν και υποψιάζομαι ότι ισχύει ό,τι και στο παιδικό. Στο εικονογραφημένο για 0-3 ετών είμαστε σχεδόν απόντες, απειροελάχιστες προσπάθειες. Στο κατ’ εξοχήν εικονογραφημένο που απλά για να συνεννοούμαστε απευθύνεται στα παιδιά 4-7+ ετών έχουμε αναπτύξει μια ιδιαίτερη δυναμική τα τελευταία χρόνια με κάποιες πολύ δυνατές προτάσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από ξένα βιβλία. Κι όμως δεν περνάνε τον Έβρο ή την Αδριατική για να τα γνωρίσουν ως τους αξίζει και άλλοι λαοί. Το εφηβικό μας βιβλίο είναι πολύ μικρής παραγωγής και δύσκολα θα προσέξει κανείς τα λίγα καλά βιβλία που παράγονται τελευταία (Πριοβόλου, Κοντολέων, Κουτσάκης, Χατζόπουλος, Κατσιφή, Παπαθεοδώρου, Στεφανίδη κ.α.) και προσπαθούν να διαφύγουν από τους ηθικοδιδακτικούς κανόνες και θεματολογία του παρελθόντος, ενώ εκείνο το προεφηβικό, συνήθως βραχείας ή μικρότερης φόρμας που σημαδεύει τα παιδιά του δημοτικού κινείται πολύ δυνατά τα τελευταία χρόνια με δυνατά βιβλία αλλά και πολλές παιδικές ασθένειες.

    Ναι, καθώς επιθεωρούμε αναγνωστικά ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής εδώ και δέκα χρόνια, προσωπικό μας συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμα αρκετά μέτρια βιβλία, αλλά και μερικά θαυμάσια βιβλία που αξίζουν να σταθούν πλάι στα καλύτερα του κόσμου. Και δεν θέλω να μπω σε παραδείγματα. Όσοι διαβάζετε εδώ τις κριτικές μας παρουσιάσεις ξέρετε.

    Μέχρι την Παρασκευή θα δούμε και άλλες παραμέτρους της μετάφρασης και θα συγκροτήσουμε προτάσεις βγαλμένες κατά κύριο λόγο από τους ίδιους τους δημιουργούς, εν προκειμένω τους μεταφραστές.

    Τα ξαναλέμε…

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular