More
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 405x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΒιβλίοΠέντε στάσεις, του Μάκη Τσίτα (ο μονόλογος μιας γυναίκας)

    Πέντε στάσεις, του Μάκη Τσίτα (ο μονόλογος μιας γυναίκας)

    Γυναίκες που γεννήθηκαν σε μια κοινωνία άκρως πατριαρχική, όπως και η ελληνική. Από νωρίς είδαν να τους υποδεικνύεται με καθαρότητα η θέση τους, οι δυνατότητες ανέλιξής τους, οι δυνατότητες διαφυγής τους. Γυναίκες αδέξιες στο φλερτ και τον έρωτα, δίχως ευελιξία στην επιλογή, που δεν έχουν δεύτερη ευκαιρία, που λερώνονται στην κοινή γνώμη με ένα ραντεβού ή με μια ματιά κάποιου και πρέπει να τον πάρουν. Γυναίκες που χρεώνονται έναν αγροίκο με προσωπείο από την πρώτη κιόλας νύχτα γάμου.

    “Κοίταξε να σου πω” λέει. “Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις. Το ξέρω ότι είσαι καλομαθημένη, σε ‘χουν μοσχαναθρεμμένη, αλλά τώρα πια, όχι όπως ήξερες- όπως θα τα βρεις”.

    “Τι θες να πεις;”

    “Δεν καταλαβαίνεις αυτά που σου λέω και κάθεσαι και κλαις τώρα; Έφυγες απ’ τη μαμάκα και τον μπαμπάκα πια, τώρα είσαι στα δικά μου χέρια”.

    Ο πατέρας της τής τα ‘χε πει.

    «Καλά, εγώ σε σπουδάζω για να πάρεις έναν αμόρφωτο;».
    «Είναι καλό παιδί».
    «Σπίτι δικό του έχει;»
    «Νοικιάζει. Στην Αθήνα».
    «Λεωφορείο δικό του;»
    «Όχι».
    «Παιδί μου, έχεις καθόλου μυαλό στο κεφάλι σου; Οδηγό θα πάρεις; Αυτοί όπου ζουν εκεί παντρεύονται, όπου πάνε φυτεύουν και παιδιά. Μακριά από σοφεραίους!»
    Εγώ όμως το είχα ήδη αποφασίσει: «Μπαμπά, θα τον πάρω».

    Κόντρα στον πατέρα της που την ήθελε να σπουδάσει και να ‘χει καλύτερη τύχη, η Τασούλα παράτησε την νοσηλευτική για τον έρωτα του Θεόφιλου. Της έταξε. Της είπε. Πόσα δεν της είπε! Άβγαλτη, ευκολόπιστη, κλέφτηκε μαζί του και τράβηξε το δικό του δρόμο, ήρθε για λίγο στην Αθήνα, και έκλεισε όλους τους δικούς της. Τόσο πολύ που δεν ήξερε τίποτε περισσότερο από ελάχιστους δρόμους και πέντε στάσεις λεωφορείου, δουλειά-σπίτι και αντίστροφα.

    Η Τασούλα χρέωσε τη ζωή της κάτω από την σκέπη του Θεόφιλου, έζησε μια ζωή ως δέσμια και υπηρέτριά του. Σταδιοδρόμησε ως μάνα του Χριστόφορου και της Σοφίας, κράτησε όρθιο το σπίτι της όταν ο άντρας της, παρών-απών, γύριζε με τη μια και με την άλλη κάνοντας τις πιο απίθανες, τις πιο ντροπιαστικές επιλογές για την ίδια.

    Κι όμως, η Τασούλα που έκλεισε τους δρόμους της με τις επιλογές της, βρήκε μικρούς, ασήμαντους και κάποτε σημαντικούς παράδρομους για να επιτελέσει ό,τι θεωρούσε ως καθήκον: τέλειωσε την νοσηλευτική, έπιασε δουλειά στο ΑΧΕΠΑ, σιδέρωνε τα άπλυτα του Θεόφιλου ακόμα κι όταν αυτός δεν ζούσε μαζί της, μεγάλωσε και σπούδασε τα παιδιά της.

    Στο δικό μου τον νου, η Τασούλα δεν έζησε ποτέ μια στιγμή που να την ονειρεύτηκε με πάθος, από κείνες που κλείνεις τα μάτια, παιδί ξαπλωμένο σ’ ένα λιβάδι. Ίσως μονάχα τα παιδιά της να ήταν μια εξαίρεση σε μια ζωή που την έθεσε κάτω από θλιβερές κοινωνικές επιταγές που κυριάρχησαν και -μην γελιέσαι- ακόμα είναι πανταχού παρούσες. Τι θα πει ο κόσμος! Πώς θα σε σχολιάσει η γειτόνισσα και η κουμπάρα και η συννυφάδα! Μέχρι να απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, μέχρι να τους δραπετεύσεις, έχεις φτάσει κιόλας πενήντα, η ζωή έχει πάψει να έχει ανοδική τροχιά και χτυπάει το καμπανάκι, επόμενος γύρος στην παλαίστρα αφού έχεις φάει μπόλικα χαστούκια από τους Θεόφιλους και την κοινή γνώμη που όλα τα ξέρει και βαράει παλαμάκια μα όταν θέλεις ένα χέρι βοήθειας, δεν έχει χέρια, τα έχει σπάσει στα παλαμάκια.

    Γυναίκες που δεν μπορούν να βγάλουν από πάνω τους κανένα από τα χέρια που σε χτυπάνε στην πλάτη και σου λένε στοργικά “μπράβο, Τασούλα, καλά τα πας, συνέχισε να ανέχεσαι, γιατί τι θα κάνεις μόνη σου”. Λες κι οι Τασούλες δεν ήταν μόνες τους. Λες κι οι Θεόφιλοι αναιρούσαν ποτέ αυτό το μόνη.

    Ο Μάκης Τσίτας, μετά τον Χρυσοβαλάντη στο Μάρτυς μου ο Θεός, γράφει τον με μια ανάσα συγκλονιστικό, θεατρικό μονόλογο μιας εμβληματικής γυναίκας που έζησε τη ζωή που της χρέωσε η κοινωνία, τη ζωή που την υποχρέωσε να ζήσει το εγχειρίδιο χρήσης που παραδιδόταν από το μαιευτήριο στην εξωφρενικά μεγάλη πλειονότητα των γυναικών, τη ζωή που της αναλογούσε από τα περιθώρια που της αφήνονταν. Και εν τέλει τη ζωή που η ίδια επέλεξε αφού, φορτωμένη με την αίσθηση του χρέους και του καθήκοντος, αρνήθηκε πολλές αιτίες και αφορμές για να αλλάξει δρόμο, να πάει σε μια έκτη στάση ζωής.

    Με έξοχο ρυθμό, με την φυσικότητα και την αμεσότητα του μονολόγου και του πρώτου προσώπου που προσδίδει ένα ύφος αγανακτισμένης εξομολόγησης, δίχως επιτηδεύσεις και περιττές διανθίσεις, δίχως λειάνσεις και στρογγυλέματα, κοινώς δίχως να φορά κάποια μάσκα καθωσπρεπισμού στην ηρωίδα του και τον κόσμο που έζησε, ο συγγραφέας επιλέγει λέξεις -πάλι σαν να το ‘χει κάνει μία μία λες και γράφει ποίηση- και δομή έκφρασης που ταιριάζουν απόλυτα στον παλμό της Τασούλας.

    Συν τοις άλλοις, ο θεατρικός αυτός μονόλογος διαβάζεται απνευστί αφού η ιστόρηση της ζωής της Τασούλας έχει γρήγορες στροφές, απότομες εναλλαγές, ανατροπές και απροσδόκητα γεγονότα που σε “υποχρεώνουν” να απαντήσεις “κι αυτή πώς αντέδρασε;”, “και μετά τι έγινε;”, “ούτε τότε τον έδιωξε;”, αφού δεν προλαβαίνεις να συνέλθεις από το ένα χαστούκι της και βλέπεις να τρώει το επόμενο.

    Την Τασούλα είναι στιγμές που την συμπονάς και στιγμές που σε θυμώνει με την ανεκτικότητά της. Και πάνω που της θυμώνεις, προσπερνάς τον θυμό και θυμάσαι ότι στην μάνα σου ή στην τάδε συγγενή που ίσως έζησε κάποια κομμάτια αυτής της ζωής όχι μόνο δεν θύμωσες, αλλά άνοιγες την αγκαλιά σου. Γιατί αυτό που για σένα μοιάζει αυτονόητο κι απλό, για τις Τασούλες πριν λίγα χρόνια (κι όχι σίγουρα λήξαν) ήταν βουνό κι απ’ τα ψηλότερα.

    Τέλος, θέλω να σταθώ στον τρόπο που ο συγγραφέας, μέσω της Τασούλας, αποτυπώνει με εμβρίθεια την Τασούλα και τον Θεόφιλο, τις ψυχικές κακώσεις και δυσλειτουργίες τους, τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα αδιέξοδά τους, το ύψος και τη ρηχότητα της προσωπικότητάς τους. Και το ίδιο πράττει και με τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, τα παιδιά τους. Αυτό το επιδέξιο ψυχογράφημα κάνει ρωγμές μέσα σου με την ακρίβεια που σκιαγραφεί τους χαρακτήρες του, κυρίως ασφαλώς την Τασούλα.

    Θα το διαβάσετε και θα αισθανθείτε αμέσως ανάγκη να συζητήσετε για την Τασούλα και τη ζωή της. Και δυστυχώς θα βρείτε πολλές αντιστοιχίες με τη ζωή οικείων σας.

    Εκδόσεις Μεταίχμιο.

    ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
    Τίτλος: Πέντε στάσεις
    Συγγραφέας: Μάκης Τσίτας
    Υπεύθυνη σειράς: Ελένη Μπούρα
    Εκδόσεις: Μεταίχμιο, Μάρτιος 2020
    Σελίδες: 80
    Μέγεθος: 13 Χ 20
    ISBN: 978-618-03-2298-9

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular