More
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 405x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΣυνεντεύξειςΣυγγραφείςΣταμάτης Κεσόγλου: "Ένα καλό τέλος είναι αυτό που μας βοηθά να ξεκινήσουμε...

    Σταμάτης Κεσόγλου: “Ένα καλό τέλος είναι αυτό που μας βοηθά να ξεκινήσουμε ξανά, σοφότεροι”

    Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1980. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. και συνέχισε τις σπουδές του με μεταπτυχιακό στα λατινικά. Οι σπουδές αυτές τον οδήγησαν να εργάζεται από το 2008 ως φιλόλογος.

    Από μικρό παιδί τού άρεσε να πλάθει κόσμους, κουλουράκια και ιστορίες. Με τα κουλουράκια οι πληροφορίες διίστανται, με τους κόσμους και τις ιστορίες, όμως, έχουμε πιο διασταυρωμένες πηγές. Από νωρίς έγραφε ποιήματα, διηγήματα, ωστόσο εκείνο που είδε πρώτο το φως της έκδοσης ήταν το παιδικό μυθιστόρημα «Η Γη της Λόρνας» το 2015 που βραβεύτηκε μάλιστα από το Ελληνικό Τμήμα της ΙΒΒΥ – Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 2017 ακολούθησαν δύο ακόμα βιβλία, Τη μέρα που θα ‘ρθουν τα αγριοπερίστερα και στο τέλος του έτους το καθηλωτικό Φελίξ, ένα παραμύθι κι η ιστορία του κόσμου το οποίο συμπεριλήφθηκε στη Χρυσή Λίστα 2018 στις πρώτες μας επιλογές στην κατηγορία του.

    Αυτήν την άνοιξη κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο Η Λούση Λου είναι μία από μας, μια ιδιαιτέρως πρωτότυπη, ανθρώπινη, συγκινητική ιστορία ζωής και έρωτα, πίστης, αφοσίωσης και συναισθηματικής ανάδυσης στην κορυφή. Αναμφίβολα, ένα από τα βιβλία της χρονιάς.

    Ο Σταμάτης Κεσόγλου #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX (+Audio Pics)

    Επιμέλεια συνέντευξης: Άννα Καντιώτη

    Σταμάτη, ευχαριστώ για την τιμή. Είχες διαβάσει ποτέ για Κυνηγούς Φαντασμάτων; Σε επηρέασε κάποιο βιβλίο, ταινία ή κάτι άλλο ή είσαι «αυτόφωτος» στο ζήτημα;

    Εγώ ευχαριστώ! Αν και δε θα έλεγα ότι είναι οι άμεσες επιρροές μου- δεν ξέρω αν έχω άμεσες επιρροές- φέρνω στο νου μου σίγουρα την «Έκτη αίσθηση», μια ταινία που μου είχε προκαλέσει βαθύ ρίγος τη μία και μοναδική φορά που την είδα, και το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού»- ένα δημοτικό τραγούδι που διαβάζοντάς το με κάνει πάντα να ανατριχιάζω. Όχι τόσο για το φάντασμα του πρωταγωνιστή Κωνσταντή ούτε για την άγνοια της Αρετής, της αδελφής του, όσο για τη διαδρομή των δύο ηρώων μέσα από κοινόχρηστους δρόμους, που στο τέλος εκβάλλουν σε μια αλήθεια εντελώς προσωπική.

    Μοιάζει με τη διαδρομή που κάνει πάντα ο δημιουργός, όπως τουλάχιστον τον έχω εγώ στο μυαλό μου: σαν κάποιον δηλαδή που πρέπει να δει πολλά φώτα -και πολλά σκοτάδια- πριν στο τέλος κατορθώσει να πλάσει το δικό του φάντασμα.

    Ο τρόπος γραφής σου, θεωρώ ένα μείγμα σαρκασμού, φαντασίας, χιούμορ και αιχμηρού σχολίου, έχει συνειδητές ή πιο υπόγειες επιρροές; Υπήρξαν συγγραφείς που σε πήραν πιο κοντά τους;

    Δε διαβάζω από καταναγκασμό, ό,τι διαβάζω μου αρέσει και ό,τι μου αρέσει φροντίζω πάντα να μη με αφήνει ανεπηρέαστο. Τα στοιχεία που αναφέρεις- τον σαρκασμό, το χιούμορ, τη φαντασία- τα αναζητώ κι εγώ στα βιβλία, και γενικώς προτιμώ κείμενα που, ενώ πιστοποιούν τη βαθιά εμπλοκή των συγγραφέων τους στην ενήλικη ζωή, διεκδικούν παράλληλα το δικαίωμά τους στην παιδικότητα.

    Ένας συγγραφέας που φέρνω στο μυαλό μου λέγοντας αυτή τη φράση είναι ο Ζοζέ  Σαραμάγκου. Τα βιβλία του αποτελούνται κατά κύριο λόγο από δαιδαλώδεις προτάσεις, αλλά αν διαβείς τον λαβύρινθο σε περιμένει ένα παιδικό χέρι.

    Αυτήν την εποχή πάντως διαβάζω Αχιλλέα Κυριακίδη -δεν μπορώ ποτέ να αντισταθώ σε οποιοδήποτε κείμενο που γράφει- κι επίσης Αλεσσάντρο Μπαρίκκο, και μάλιστα εις διπλούν- νομίζω πως μου χρειάζεται διπλή δόση, γιατί πάντα μου μαθαίνει πώς μπορεί κάποιος να είναι ατέρμονα κομψός και ουδέποτε κομψευόμενος.

    Γιατί οι άνθρωποι πίστευαν ή πιστεύουν ακόμα σε φαντάσματα; Υπάρχουν, λες;

    Φαντάσματα δεν ξέρω αν υπάρχουν. Νομίζω όμως πως η πίστη είναι εκτός των άλλων και ένα φαινόμενο περίπου χρησιμοθηρικό. Θέλω να πω, ένας από τους λόγους που πιστεύουμε σε κάτι είναι γιατί θεωρούμε ότι η -έστω και νοερή- σχέση μας μαζί του αποβαίνει επωφελής για μας.

    Και ασφαλώς είναι επωφελές και αξίζει να διατηρεί κάποιος μια νοερή σχέση με τα φαντάσματα, γιατί βέβαια είναι πολύ ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες τα φαντάσματα. Και πώς να μην είναι;

    Δεν είναι και μικρό πράγμα να περνάει κανείς μέσα από τοίχους, να κοιτάζει τον κόσμο με απόμακρο βλέμμα, να αναγνωρίζει τις ιεραρχίες των πραγμάτων, και μάλιστα και να κατοικεί πάνω σε αυτές: να έχει κάνει σπίτι του το σύνορο  ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Έχουμε πολλά να μάθουμε από τα φαντάσματα και το ξέρουμε.

    Γιατί μας ελκύουν οι τρομακτικές ιστορίες ήδη από παιδιά; Φαντάζομαι ότι έχεις ζήσει κι εσύ μια έστω στιγμή όπου με άλλους εφήβους ή κάπου εκεί λέτε ιστορίες μεταφυσικές, για φαντάσματα κτλ.

    Μας ελκύουν, ναι. Νομίζω μας ελκύουν γενικά οι ιστορίες. Και νομίζω, ανάλογα με το είδος τους, μας ελκύουν βασικά για δύο λόγους: είτε γιατί θέλουμε οπωσδήποτε να τις ζήσουμε είτε γιατί θέλουμε οπωσδήποτε να μην τις ζήσουμε.

    Μια ιστορία αγάπης ας πούμε, μας ελκύει για τον πρώτο λόγο. Μια ιστορία τρόμου για τον δεύτερο. Και όσο δε ζούμε τον τρόμο, είναι εύκολο να μιλάμε γι’ αυτόν. Είναι σαν κάποιος να μιλά για πολικό ψύχος σε ένα δωμάτιο με φουλ αναμμένα τα καλοριφέρ. Αν βρισκόταν την ίδια στιγμή κάπου μόνος του, στο Βόρειο Πόλο, ασφαλώς θα άρχιζε να λέει στον εαυτό του ιστορίες για το πετρέλαιο και για τη θαλπωρή του ξύλου. Χρόνια αργότερα βέβαια, στους φίλους του θα μιλούσε για το δριμύ ψύχος εκείνης της μέρας.

    Πόσο δύσκολη μπορεί να σου κάνει τη ζωή η επαγγελματική κληρονομιά των προγόνων σου, εν προκειμένω των προγόνων του κυρίου Ρότζερς;

    Α, η ζωή είναι μια σειρά από μικρές παγίδες. Παγίδες που στήνονται κάθε τόσο στο δρόμο μας, και παγίδες που έχουν στηθεί πριν καν αρχίσουμε να μπουσουλάμε. Για τον κύριο Ρότζερς το οικογενειακό του παρελθόν είναι μια πρώτης τάξεως παγίδα. Θα παρατήρησες όμως πως στο κείμενο οι πρόγονοι του κυρίου Ρότζερς δεν εμφανίζονται παρά μόνο μέσα από τα πορτρέτα τους και με αυτά- τα αμίλητα πορτρέτα- είναι που συνομιλεί διαρκώς ο ήρωας. Και συνομιλώντας φαντάζεται να του λένε διάφορα. Οπότε ουσιαστικά αυτός είναι που δυσκολεύει τη ζωή του, αυτός και οι φανταστικές φωνές που ακούει μέσα στο κεφάλι του.

    Θα μπορούσε κάλλιστα να τιμάει και να αγαπάει τους προγόνους του, χωρίς όμως να επηρεάζεται από αυτά που νομίζει ότι του λένε. Και με όλα αυτά θέλω να πω ότι δεν είναι πάντα κάποιοι άλλοι (ακόμα και οι άλλοι που αγαπάμε), είμαστε κι εμείς που σιγοντάρουμε στο έργο τους να μας δυσκολεύουν.

    Μέσα από τη σχέση του κυρίου Ρότζερς και του υπηρέτη του, ο αναγνώστης συμμετέχει σε μια θαυμαστή ανταλλαγή απόψεων, σε μια μελέτη της ζωής, του θανάτου, της ελπίδας, της αγάπης, της πίστης, της αφοσίωσης και της έλλειψή τους. Θα ήθελα το σχόλιό σου…

    Για μένα αυτό που λες είναι το κριτήριο για μια επιτυχημένη σχέση: να εξελίσσει όχι μόνο αυτούς που με άμεσο τρόπο εμπλέκονται σε αυτήν, αλλά και πολλούς άλλους. Αυτό συμβαίνει ιδανικά στην τέχνη, όπου εξ ορισμού υπάρχει κοινό. Συμβαίνει και στη ζωή όμως. Οι σχέσεις των άλλων -όταν έχουν πραγματικό βάθος- μας διδάσκουν.

    Αυτοί οι διάλογοί τους, αυτός ο διαλογικός περίπατός τους μου έβγαλε έντονη θεατρικότητα. Δίχως να σε γνωρίζω, σε φαντάστηκα να περπατάς και να απαντάς πότε για τον έναν, πότε για τον άλλον. Είχες ένα είδος θεατρικής σκηνής στο νου σου;

    Καλά έκανες και με φαντάστηκες να περπατάω και να παραμιλάω, για μένα το «περπατώ και παραμιλώ» είναι κάτι σαν το «οδηγώ και σε σκέφτομαι» για τον Αντύπα (αν θυμάσαι το τραγούδι).

    Το θέατρο το αγαπάω και το υπολήπτομαι, έχω κάνει και απόπειρες με θεατρικά κείμενα στο παρελθόν, αλλά νομίζω πως όταν γράφω δε θέλω σε καμιά περίπτωση να περιορίζω τη σκηνοθεσία μου, ούτε καν μέσα στο πλαίσιο μιας θεατρικής σκηνής.

    Προτιμώ να έχω μέσα στο μυαλό μου τη ζωή, που είναι κάτι πολύ ευρύτερο, το πιο ευρύ σκηνικό απ’ όλα. Αν κι εδώ που τα λέμε καμιά φορά η ζωή  μοιάζει με το θέατρο, οπότε τι να πω, μπορεί τελικά και να έχεις δίκιο!

    «Αυτή η ιστορία σίγουρα δεν έχει το τέλος που θα έπρεπε. Και ξέρεις γιατί, Σεβαστιανέ; Γιατί αυτή η ιστορία περιμένει εμάς να της δώσουμε ένα τέλος και όχι βέβαια ένα οποιοδήποτε τέλος αλλά το τέλος που της αξίζει. Δηλαδή ένα καλό τέλος». Πώς μπορούμε να δώσουμε ένα καλό τέλος σε μια δική μας ιστορία, σε μια δική μας περιπέτεια;

    Ωραία η ερώτηση! Καταρχήν νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαρίζουμε πάντα- πρώτα απ’ όλα στον ίδιο μας τον εαυτό- τι πάει να πει καλό τέλος. Κατ’ εμέ, ένα καλό τέλος είναι αυτό που μας βοηθά να ξεκινήσουμε ξανά, σοφότεροι. Αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη καταξίωση για μια ιστορία: να μας χαρίζει καινούριο βλέμμα. Και αυτό πρέπει να διεκδικούμε από τις ιστορίες μας. Ακόμα και από αυτές που δεν έχουν το τέλος που το παλιό μας βλέμμα θα ήθελε.

    Τι σε φοβίζει περισσότερο όταν δουλεύεις, όταν γράφεις;

    Χμ, νομίζω τίποτα. Δεν είμαι ατρόμητος, πριν και μετά μπορεί να με φοβίσουν ένα σωρό πράγματα. Όταν γράφω όμως με ενδιαφέρει μόνο ο ήχος που κάνουν τα δάχτυλά μου πάνω στα πλήκτρα. Και φυσικά, αυτό που έλεγες και πριν, να δώσω στις ιστορίες μου όχι απαραίτητα χάπι εντ, αλλά σίγουρα ένα καλό τέλος.

    Αποκάλυψέ μας μια κρυφή πτυχή, ένα μυστικό της σύλληψης ή της δημιουργίας του βιβλίου;

    Λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι πάντα ήθελα να γράψω μια ιστορία φαντασμάτων και κατά καιρούς «συνωστίζονταν» στο μυαλό μου διάφορες εκδοχές της. Η μία είναι αυτή που υπάρχει και κάπου μέσα στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο κύριος Ρότζερς, προκειμένου να βρει ένα φάντασμα, απευθύνεται σε έναν επιστήμονα και του ζητά να του φτιάξει ένα: να του βάλει μυτούλα, ματάκια, χειλάκια, ακριβώς όπως ένας ζωγράφος θα έφτιαχνε μια παιδική ζωγραφιά, και ύστερα να του βάλει και μηχανική καρδιά. Όπως όμως ήδη κατάλαβες απέρριψα την εκδοχή του μηχανικού φαντάσματος και διάλεξα την Λούση Λου, που είναι ωραία και μοιραία και καθόλου μηχανική. Και- το σπουδαιότερο- μια από μας.

    Σταμάτης Κεσόγλου
    Η Λούση Λου είναι μία από μας–)
    Εκδόσεις Πατάκη

    Η Λούση Λου είναι μία από μας, του Σταμάτη Κεσόγλου

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular