More
    patakis_asprixwra_1068x150
    patakis_otan mas afise h thalassa_1068x150
    patakis_asprixwra_1068x150
    patakis_otan mas afise h thalassa_1068x150
    patakis_asprixwra_1068x150
    patakis_otan mas afise h thalassa_1068x150
    patakis_asprixwra_405x150
    patakis_otan mas afise h thalassa_405x150
    ΑρχικήΕιδήσειςΠέθανε ο Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπουλβέδα (covid-19)

    Πέθανε ο Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπουλβέδα (covid-19)

    Πέθανε σήμερα σε ηλικία 70 ετών ο διάσημος Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα (photo wikipedia).

    Ο Σεπουλβέδα νοσηλευόταν με συμπτώματα κορωνοϊού από την 1η Απριλίου σε νοσοκομείο της βόρειας Πορτογαλίας, όντας το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα του ιού στην χώρα, όπου είχε πάει στις 18-23 Φεβρουαρίου προκειμένου να συμμετάσχει σε λογοτεχνικό φεστιβάλ.

    Ο Λουίς Σεπούλβεδα γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1949 στο Οβάγιε της Βόρειας Χιλής. Το 1969 πήρε πενταετή υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, αλλά πέντε μήνες αργότερα εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση λόγω «κακής διαγωγής» αφού έκανε παρέα με αντιφρονούντες του καθεστώτος. Μόλις ανέβηκε ο Πινοσέτ στην εξουσία της Χιλής, ο Σεπουλβέδα, υποστηρικτής του Αλιέντε, φυλακίστηκε για 2,5 χρόνια και στη συνέχεια κρατήθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό κατόπιν προσπαθειών του γερμανικού παραρτήματος της Διεθνούς Αμνηστίας. Το 1973 μπήκε στην προσωπική φρουρά του Αλιέντε και κατέφυγε στο Εκουαδόρ, όπου οργάνωσε θεατρική ομάδα. Συνελήφθη εκ νέου και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για προδοσία και ανατροπή του πολιτεύματος. Η ποινή αργότερα μειώθηκε σε 28 χρόνια. Το 1977 παρενέβη και πάλι το γερμανικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας και ελευθερώθηκε.

    Το 1979 κατατάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία «Σιμόν Μπολιβάρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας, στην οποία, μετά την επικράτηση της επανάστασης των Σαντινίστας, εργάστηκε ως δημοσιογράφος.

    Το 1980 ήρθε στην Ευρώπη. Στην Γερμανία εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το 1982 ήρθε σε επαφή με την Greenpeace και εργάστηκε μέχρι το 1987 ως μέλος πληρώματος σε ένα από τα πλοία τους. Αργότερα λειτούργησε ως συντονιστής μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οργάνωσης.

    Έγραψε σπουδαία βιβλία, ανάμεσα στα οποία και τα παρακάτω 5 βιβλία για παιδιά και νέους.

    Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει, 1996, σελ. 153 (Historia de una gaviota y el gato que le enseñó a volar, ελλην. μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης για τις εκδ. Opera, 1997)
    «Ο γάτος, που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, λιαζόταν στο μπαλκόνι ρονρονίζοντας και σκεφτόταν τι ωραία που την περνούσε εκεί, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τις ζεστές ακτίνες πάνω στην κοιλιά, τα τέσσερα πόδια μαζεμένα και την ουρά απλωμένη. Τη στιγμή ακριβώς που έστριβε τεμπέλικα το κορμί για να λιάσει και τη ράχη του, άκουσε το βόμβο κάποιου πετούμενου που δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν, και που ζύγωνε με μεγάλη ταχύτητα. Τινάχτηκε πάνω, στήθηκε γερά στα τέσσερα ποδάρια του, κι ίσα που πρόλαβε να χωθεί σε μια γωνιά, αποφεύγοντας το γλάρο που έπεσε στο μπαλκόνι του. Πιο βρόμικο πουλί δεν είχε ξαναδεί! Όλο του το κορμί ήταν ποτισμένο με μια μαύρη ουσία που έζεχνε.»
    Μια γλαροπούλα πέφτει θύμα της θαλάσσιας ρύπανσης. Πριν ξεψυχήσει, εμπιστεύεται το αβγό της στον καλό γάτο Ζορμπά και του ζητά το λόγο του, ότι θα κλωσήσει το αβγό, δεν θα φάει το γλαρόπουλο, και θα του μάθει να πετά. Ο Ζορμπάς τον δίνει. Μα είναι ποτέ δυνατόν ένας γάτος να μάθει σ’ ένα γλάρο να πετάει; Το πιο τρυφερό κι ευαίσθητο βιβλίο του Σεπούλβεδα, για μικρούς και μεγάλους.

    Τα χειρότερα παραμύθια των αδερφών Γκριμ, 2004, σελ. 232 (Los peores cuentos de los Hermanos Grimm), συγγραφή μαζί με τον Ουρουγουανό Μάριο Δελγάδο Απαραϊν, (ελλην. μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης και Τζίνα Σερέτη για τις εκδ. Opera, 2006)
    Οι δίδυμοι αδελφοί Κάιν και Άβελ Γκριμ – πλανόδιοι λαϊκοί τροβαδούροι χειρίστης ποιότητος – διέτρεξαν τη χιλιανή Παταγονία και τις πεδιάδες της Ουρουγουάης, αφήνοντας το αμυδρό τους αποτύπωμα. Οι ζωές τους, οι έρωτες, οι περιπλανήσεις και οι φιλίες τους περιγράφονται σ’ αυτό το ειρωνικό και διασκεδαστικό βιβλίο από δύο μεγάλους λατινοαμερικανούς συγγραφείς υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών μεταξύ δύο εκκεντρικών τοπικών ειδημόνων: του καθηγητή Όρσον Κ. Καστεγιάνος από την Ουρουγουάη και του – επίσης καθηγητή – Σεγισμούντο Ραμίρο φον Κλατς από την Παταγονία. Μέσα από μια σχολαστική καταγραφή ευτράπελων στιγμιοτύπων, οι δυο καθηγητές αναλαμβάνουν να απεικονίσουν: τη βιολογία και τη σεξουαλικότητα του λαϊκού τροβαδούρου διαμέσου των αιώνων στην αμερικανική ήπειρο, το μυστήριο της έλευσης των δυο αδελφών πάνω σε μια σχεδία στην Παταγονία, την αμφίβολη γενεαλογία τους και ό,τι άλλο βοήθησε στο να καταστούν συνώνυμοι της ελεεινής λαϊκής μουσικής. Οι δυο συγγραφείς διασκεδάζουν, αναπτύσσουν γκροτέσκα επιχειρήματα, επιδίδονται σε μια σάτιρα της σοβαροφανούς λογοτεχνίας και γελοιογραφούν την αμερικανική ιστορία και πολιτική με αχαλίνωτα παιγνιώδη διάθεση.

    Η ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ, 2012, σελ. 64 (Historia de Max, de Mix y de Mex, ελλην. μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εικονογράφηση Ειρήνη Ελευθεριάδη, για τις εκδ. Opera, 2013)
    Όταν ο ποντικός βολεύτηκε στο σβέρκο του γάτου, με τα χεράκια του γαντζωμένα στις τρίχες κάτω από τ’ αφτιά του, ο Μιξ κούνησε την ουρά με δύναμη, άφησε να τον κυριεύσει ένας πρωτόγνωρος πυρετός, σερνάμενος σχεδόν έφτασε στο όριο ανάμεσα στη στέγη και το κενό, με αργές κινήσεις μάζεψε το κορμί του πάνω στα πισινά του ποδάρια, περίμενε να τον κατακλύσει όλη εκείνη η δύναμη η συγγενική με τα μεγάλα αιλουροειδή, τον τίγρη, το λιοντάρι, τον ιαγουάρο, κι ύστερα πήδηξε, τεντώνοντας το σώμα σαν σαΐτα.
    “Μ’ αρέσουν οι γάτοι γιατί είναι μυστηριώδεις, αξιοπρεπέστατοι και ανεξάρτητοι. Όταν γνώρισα τον μικρούλη Μιξ, έναν γάτο που ο γιος μου, Μαξ, είχε υιοθετήσει από την Εταιρεία Προστασίας Ζώων του Μονάχου, με εντυπωσίασε η αξιοπρέπεια αυτού του μικρού γατιού που χωρούσε στη φούχτα μου. Ο Μιξ μεγάλωσε συνεχίζοντας να με εντυπωσιάζει, γιατί στο πρόσωπο δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο γάτο. Είχε μια κατατομή περίκομψη, ελληνική, που τραβούσε την προσοχή όλου του κόσμου.”

    Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεφαν Πιστό, 2016, σελ. 88 (Historia de un perro llamado leal, ελλην. μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, για τις εκδ. Opera, 2016)
    “Οι αναμνήσεις μου ξεκινούν από τη μέρα που έπεσα στο χιόνι. Σε μια στροφή έπεσα απ’ την τσάντα και κανείς απ’ την αγέλη δεν το πήρε είδηση. Ο παγερός αέρας σκόρπιζε τ’ αδύναμα γαβγίσματά μου κι έκανα να τρέξω πίσω από τα άλογα, αλλά βούλιαζα στο χιόνι. Το σκοτάδι είχε σκεπάσει τα βουνά όταν ξύπνησα τρομαγμένος από μια γλώσσα υγρή και χλιαρή που μ’ έγλειφε απ’ τη μουσούδα ως την ουρά, ενώ, ταυτόχρονα, μια μύτη με οσμιζόταν. Εκείνη η χλιαρή γλώσσα που μ’ έγλειφε έδιωξε το φόβο, και καθώς είχα συνέλθει λίγο από την παγωνιά, άφησα κάτι πανίσχυρα δόντια να με πιάσουν απ’ το σβέρκο χωρίς να με πονέσουν. Πήγα έτσι σηκωτός μέχρι μια σπηλιά, κι εκεί, ο σωτήρας μου, ένας ιαγουάρος, μου χάρισε τη ζεστασιά του μεγάλου κορμιού του.”

    “Έγραψα μερικά παιδικά βιβλία επειδή ήθελα να διηγηθώ στα δικά μου παιδιά κάποιες απλές αλλά οικουμενικές ιστορίες και να τα διαποτίσω με τις αξίες στις οποίες πιστεύω.”

    Με το τέταρτο παιδικό του βιβλίο, την “Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό”, ο Λουίς Σετζούλβεδα συνθέτει έναν ύμνο στην πιστότητα και τη φιλία, και τον αφιερώνει στην αγνοημένη, καταπιεσμένη και καταδιωγμένη από όλες τις κυβερνήσεις της Χιλής φυλή των ινδιάνων Μαπούτσε – φυλή από την οποία κατάγεται και ο ίδιος.
    Το βιβλίο, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, δανείζεται τη φωνή ενός ξεχωριστού πρωταγωνιστή, του γερμανικού ποιμενικού που ακούει στο όνομα Πιστός – Afmau, στη γλώσσα των Μαπούτσε.

    Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας, 2013 (Historia de un caracol que descubrió la importancia de la lentitud), ελλην. μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, για τις εκδ. Opera, 2013)
    – “Κουκουβάγια, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση.”
    – “Τι ερώτηση θες να μου κάνεις;”
    – “Θέλω να μάθω γιατί είμαι τόσο αργό.”
    Η κουκουβάγια άνοιξε τα τεράστια μάτια της, περιεργάστηκε το σαλιγκάρι, και μετά τα ξανάκλεισε.
    – “Είσαι ένα νεαρό σαλιγκάρι, κι όλα όσα έχεις δει, όλα όσα έχεις δοκιμάσει, το πικρό και το γλυκό, η βροχή κι ο ήλιος, η παγωνιά και η νύχτα, όλα αυτά πάνε μαζί σου, σε βαραίνουν, κι όπως είσαι τόσο δα, γίνεσαι αργό απ’ το βάρος.”
    – “Και τι κερδίζω που είμαι τόσο αργό;” ψιθύρισε το σαλιγκάρι.
    – “Α, σ’ αυτό δεν έχω απάντηση. Να την βρεις μόνο σου” είπε η κουκουβάγια και, με τη σιωπή της, του έδειξε ότι δε θα δεχόταν άλλες ερωτήσεις.”

    Το σαλιγκάρι που ακούει στο πρωτότυπο όνομα “Αντάρτης” είναι ένας ανήσυχος και επίμονος χαρακτήρας που ενοχλεί την ομάδα του με τις ερωτήσεις του, και γι’ αυτό εκδιώκεται από το λιβάδι. Ο Αντάρτης αποδέχεται τη μοίρα του και φεύγει για την εξορία, η πορεία του όμως δεν είναι μοναχική: στον αργό του δρόμο αποκτά νέους φίλους και συνειδητοποιεί πως ένας μεγάλος κίνδυνος απειλεί το γένος των σαλιγκαριών. Αποφασίζει να επιστρέφει στο λιβάδι για να σημάνει συναγερμό, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει αν οι πρώην σύντροφοί του θα δεχτούν να τον ακούσουν…

    Ιστορία μιας λευκής φάλαινας, 2018, σελ 66 (Historia de una ballena blanca, ελλην. μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, για τις εκδ. Opera, 2018)
    «Γέμισα τα πνευμόνια μου, καταδύθηκα ως τα σκοτεινά βάθη, πήρα φόρα, αναδύθηκα σχεδόν δίπλα στο μικρό πλεούμενο, με όλο το σώμα στον αέρα, και πέφτοντας, προκάλεσα ένα θηριώδες κύμα, ένα χείμαρρο αφρού που το τουμπάρισε.
    Τους είδα να κολυμπούν απεγνωσμένα και να γαντζώνονται στο αναποδογυρισμένο σκάφος. Και τότε, όπως ξεμάκραινα, άκουσα το όνομα που μου ‘χαν δώσει οι φαλαινοθήρες.
    «Θα ξαναγυρίσουμε για σένα, Μότσα Ντικ!» φώναξε ο άνθρωπος με το καμάκι.
    Και η φωνή του, η γεμάτη μίσος, ήταν το προμήνυμα γι’ αυτά που έμελλε να’ρθούν.
    Λένε πως στα νερά του Ειρηνικού, στην ακτή της Χιλής απέναντι απ’ τη Νήσο Μότσα, στις 20 Νοεμβρίου 1820, ένας μεγάλος λευκός φυσητήρας επιτέθηκε και βύθισε το φαλαινοθηρικό Essex που είχε αποπλεύσει από το λιμάνι του Ναντάκετ, στον βόρειο Ατλαντικό, δεκαπέντε μήνες πριν απ’ το ναυάγιο.
    Λένε πως ο τεράστιος λευκός φυσητήρας επιτέθηκε στο Essex επειδή οι φαλαινοθήρες είχαν σκοτώσει μια θηλυκιά φάλαινα και το μικρό της.
    Η -πραγματική- ιστορία του Μότσα Ντικ ενέπνευσε, εν μέρει, τον Χέρμαν Μέλβιλ για το αριστούργημά του: Μόμπι Ντικ, ή Η φάλαινα (1851). (

    RELATED ARTICLES

    Most Popular