More
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 405x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήELNIPLEX+ΣτοχασμοίΌταν πήγαινα εγώ σχολείο- Εύη Τσιτιρίδου-Χριστοφορίδου

    Όταν πήγαινα εγώ σχολείο- Εύη Τσιτιρίδου-Χριστοφορίδου

    Πώς ένιωθες όταν ήσουν εσύ μαθήτρια; ρωτήσαμε τη συγγραφέα και εκπαιδευτικό Εύη Τσιτιρίδου-Χριστοφορίδου. Ταξιδέψτε…

    evi tsitiridou mathitria

    Θα σας γυρίσω καμιά… ανταριά χρόνια πίσω, στην Άνω Νέα Σμύρνη. Τότε είχε ακόμη πολλές μονοκατοικίες, πολλές αλάνες, χωράφια και οικόπεδα άδεια. Σημεία όπου αποκαλύπτονταν ξεκάθαρα και γοητευτικά και οι τέσσερις εποχές του χρόνου. Στη γη και στον ουρανό. Γειτονιές όπου όλοι ήξεραν όλους και ειδικά τους πιο μικρούς. Δύσκολα μπορούσες να ξεφύγεις. Ειδικά όταν άρχιζε το σχολείο, βρισκόσουν -ήθελες, δεν ήθελες- στο επίκεντρο της προσοχής των μεγάλων. Γιατί από παιδί γινόσουν μαθητής. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο σου ταυτότητες, την παιδική και τη μαθητική, παιζόταν όλο το παιχνίδι. Και ακόμη παίζεται. Το ποιος και πότε κερδίζει ή χάνει και γιατί, είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Και σε σημαδεύει για όλη σου τη ζωή.

    Μετά το καλοκαίρι με τον παππού και τη γιαγιά, όπου είχα πιάτο μπροστά μου από την κούνια στη χαρουπιά μας το Λιβυκό πέλαγος, στα ρουθούνια μου τον ξερό, μυρωμένο, πικάντικο αέρα της νοτιανατολικής Κρήτης και στ’ αυτιά μου τα τζιτζίκια, τα πουλιά, τα κύματα και τις φωνές των κατσικιών, των μουλαριών και του κόκορα, το σχολείο μου φαινόταν «καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία». Μόνο που δεν ήταν «κόχη και λατρεία, τοίχος και φιλιά», αλλά ένα τσιμεντένιο ψηλοτάβανο κτίριο, με πολλά κάγκελα, πολύ θόρυβο και πολλά παιδιά που εξέφραζαν τον διακαή τους πόθο να μην βρίσκονται εκεί σαν μονομάχοι σε ρωμαϊκή αρένα. Αυτό κι αν ήταν σοκ και ταραχή. Γιατί εγώ ανέκαθεν προσομοίαζα μ’ αυτές τις βάρκες που απαγκιάζουν ήσυχα στην ακρογιαλιά και ονειρεύονται φάρους σε μακρινά νησιά.

    Όμως, υπήρχε κάτι που χρύσωνε το χάπι και στέγνωνε τα κρυφά δάκρυα. Κι αυτό το κάτι βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σχολείο, γωνία Αιγαίου και Αρτάκης. Το βιβλιοπωλείο του κυρίου Νεόφυτου, που -ειδικά τις πρώτες μέρες κάθε σχολικής χρονιάς- είχε την τιμητική του. Θα μπορούσα να ξημεροβραδιάζομαι εκεί μέσα, αν με άφηναν. Με το που ανέβαινα εκείνα τα τρία ψηλά σκαλοπάτια στην είσοδο και έμπαινα μέσα, όσο κόσμο και να είχε, γινόμουν άλλος άνθρωπος. Όλες μου οι αισθήσεις ενεργοποιούνταν, λες και μια μυστηριώδης, αόρατη δύναμη, μου πατούσε το κουμπί. Μη φανταστείτε ότι ήταν μεγάλος ο χώρος του, κάθε άλλο. Αλλά στα δικά μου τα μάτια ήταν ο παράδεισος, όπου έμπαινα με τη χαμογελαστή μαμά μου για να προμηθευτώ τα σχολικά μου. Αχ αυτή η χαρτομυρωδιά του βιβλιοπωλείου!

    Ο κύριος Νεόφυτος, μεγαλόσωμος, με χοντρά μαύρα γυαλιά, ευγενής και λιγομίλητος, φάνταζε μπροστά μου σαν σοφός άρχοντας πίσω από τον μεγάλο του πάγκο, το χαρτοβασίλειό του. Που έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο, μακρόστενο κουτί χωρισμένο σε αναρίθμητα άλλα μικρότερα κουτιά, κουτάκια και παρακουτάκια, γεμάτα με ανεκτίμητους θησαυρούς: μολύβια, ξύστρες, γομολάστιχες, στυλό, πενάκια, μαρκαδόρους, χάρακες, μπλοκάκια, κασετίνες, αυτοκόλλητα, ετικέτες, κόλλες, πινέζες, λαστιχάκια, συνδετήρες, σημειωματάρια, φακέλους, τετράδια. Πίσω του, στα ράφια που έφταναν σχεδόν μέχρι το ταβάνι και είχε και μία σκάλα για να τα φτάνει, βρίσκονταν στοιχισμένα τα διάφορα άλλα χαρτικά, οι σάκες και φυσικά τα βιβλία. Τα αποκαλούμενα «εξωσχολικά».

    Αυτά τα «εξωσχολικά» βιβλία με τραβούσαν σαν μαγνήτης. Έλα όμως που οι περισσότεροι γονείς και δυστυχώς και αρκετοί δάσκαλοι θεωρούσαν ότι είναι μόνο για τις διακοπές! Όταν αρχίζει το σχολείο πρέπει να σοβαρευόμαστε, έλεγαν, και να διαβάζουμε μόνο τα μαθήματά μας, για να φέρνουμε στο σπίτι καλούς βαθμούς. Ευτυχώς, δεν συμφωνούσε με αυτό και η δική μου η μαμά. Έτσι, όσο περιμέναμε στην ουρά για να ντύσει ο κ. Νεόφυτος τα «επίσημα» βιβλία μας, τα σχολικά, με το περίφημο διαφανές αυτοκόλλητο, εγώ ξεφύλλιζα τα…απαγορευμένα και πάντα η μαμά μου αγόραζε κάποιο από αυτά. Ιούλιος Βερν, Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρή, Καζαντζάκης, Ξενόπουλος, Βενέζης, Τερζάκης, Αντιγόνη Μεταξά – η θρυλική θεία Λένα, Πηνελόπη Δέλτα, Γιολάντα Πατεράκη, μυθολογία, κλασικά εικονογραφημένα με τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα, το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, τους 3 Σωματοφύλακες και άλλα πολλά.

    Από τα βιβλία μας τα σχολικά, τα πιο αγαπημένα μου ήταν πάντα τα Ανθολόγια και τ’ Αναγνωστικά. Αλλά υπήρχε κάτι που με στενοχωρούσε και με απογοήτευε πολύ σε αυτά: περιείχαν αποσπάσματα, μικρές μόνο μπουκιές από διάφορα λογοτεχνικά έργα. Παίρναμε μια πρώτη γεύση και πάνω που μας άνοιγε η όρεξη, το απόσπασμα τελείωνε, άρχιζε το «κλασικό» μάθημα κι εμείς αναρωτιόμασταν: τι να έγινε, άραγε, μετά; Αυτό συνέβαινε σίγουρα με τα μυθιστορήματα. Τουλάχιστον τα ποιήματα, τις περισσότερες φορές χωρούσαν στις σελίδες των Αναγνωστικών και των Ανθολογίων μας ολόκληρα. Όσο να πεις, ήταν μια παρηγοριά.

    Τι επιλέγω να θυμάμαι από το σχολείο, όταν ήμουν εγώ μαθήτρια; Τα φυτολόγια που φτιάχναμε πιστεύοντας ότι κάναμε κάτι πολύ…επιστημονικό. Όλα τα καλλιτεχνικά μαθήματα, τη δεύτερη φωνή που έκανα στη χορωδία, τους παραδοσιακούς χορούς σε μεγάλους κύκλους στο προαύλιο με το μεγάφωνο να ξελαρυγγιάζεται από το γραφείο του διευθυντή και τους δασκάλους μας κεφάτους πρωτοχορευτές, τις πρόβες για τα θεατρικά σκετς, τις ιδρωμένες απαγγελίες στις σχολικές γιορτές. Τους περιπάτους στο Άλσος της Νέας Σμύρνης, όπου ολόκληρο το σχολείο πήγαινε ποδαράτο και έβγαιναν οι γείτονες στα μπαλκόνια με τα μωρά, για να χαιρετίσουν το παιδομάνι που κουτρουβαλούσε σαν ποτάμι την οδό Εφέσου με φωνές, τραγούδια και αλαλαγμούς (ειδικά όταν έμπαινε η άνοιξη, ζητούσαμε ΕΚΔΡΟΜΗ φωνάζοντας ρυθμικά στο προαύλιο μετά την πρωινή προσευχή και όταν οι δάσκαλοι χαμογελούσαν και έλεγαν το ΝΑΙ, γινότανε πανζουρλισμός!). Τον εκκλησιασμό στην Αγία Φωτεινή με τον πάτερ Βασίλειο, φοβερή, σχεδόν βιβλική μορφή, να χαμογελά κάτω από τα μουστάκια και τη λευκή του γενειάδα και να μας ευλογεί, παρόλο που αναστατώναμε τη λειτουργία. Τις παρελάσεις στις εθνικές γιορτές, με το ζιζάνιο τον αδερφό μου να με χειροκροτεί και τη μαμά να περιμένει συγκινημένη στον τερματισμό της οδού Ομήρου, κρατώντας παραμάσχαλα τη σακούλα με τα αθλητικά μου παπούτσια, αφού αυτά τα άτιμα τα λουστρίνια πάντα με πλήγωναν στις φτέρνες.

    Θυμάμαι εμένα την πρώτη μέρα κάθε σχολικής χρονιάς, που συνήθως ήταν 11 Σεπτέμβρη, η μέρα των γενεθλίων μου, με την καρδιά μου να βροντοχτυπά μέσα από την μπλε μου την ποδιά. Που η αλήθεια είναι ότι δεν με ενόχλησε ποτέ που τη φορούσα και ίσως και να μου έλειψε όταν καταργήθηκε. Στην οικογένειά μας όλοι δούλευαν από μικροί και όλοι, οικοδόμοι, αγρότες, ναυτικοί, νοικοκυρές, φορούσαν ρούχα της δουλειάς, που ήταν άλλα από τα ρούχα της βόλτας και άλλα από τα ρούχα του σπιτιού. Η δική σας δουλειά είναι το σχολείο, έλεγαν πάντα σε μας τα παιδιά. Και θεωρούνταν αυτονόητο ότι η ποδιά ήταν το ρούχο της δικής μας της δουλειάς. Αποτελούσε και μια ιεροτελεστία με το που έμπαινε ο Σεπτέμβρης, το να τσεκάρουμε αν μας κάνει η περσινή μας η ποδιά, αλλιώς να πάμε στο ΜΙΝΙΟΝ για να πάρουμε καινούργια, ή να δανειστούμε από τα μεγαλύτερα ξαδέρφια που δεν τους έκανε η δική τους πια. Να την πλύνουμε για να φρεσκαριστεί, να τη σιδερώσουμε, να επιμεληθεί η μαμά ή η γιαγιά το άσπρο γιακαδάκι. Άσε που δεν έτρεχε και τίποτα αν από μέσα φορούσες και κανένα μπλουζάκι πιο παλιό.

    Κάπως έτσι ήταν το σχολείο όταν ήμουν εγώ μαθήτρια. Πως ένιωθα; Πολύ υπεύθυνη, πολύ επιμελής, αρκετά ντροπαλή και εσωστρεφής και πολύ παράταιρη. Τον περισσότερο καιρό ένιωθα μοναξιά. Από τότε κουδούνιζαν μέσα στο κεφάλι μου μουσικές και δεκαπεντασύλλαβα. Ένιωθα ακριβώς όπως νιώθω και σήμερα, δηλαδή. Γιατί, όπως τα έφερε η ζωή, ακόμη πηγαίνω σχολείο κάθε Σεπτέμβρη. Πιο μαθήτρια από ποτέ.

    Εύη Τσιτιρίδου – Χριστοφορίδου
    Σεπτέμβριος 2023

     

    RELATED ARTICLES

    Most Popular