More
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 405x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΒιβλίο12-15 ετώνΚάποτε ο κυνηγός, της Ελένης Σαραντίτη

    Κάποτε ο κυνηγός, της Ελένης Σαραντίτη

    Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 12+  – Εφηβικό/Νεανικό μυθιστόρημα

    Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
    να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
    κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
    κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
    ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
    οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

    Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
    μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
    που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·
    δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
    ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
    Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
    που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
    κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
    γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
    όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
    ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
    μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν
    μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
    ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
    ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

    Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
    Γιώργος Σεφέρης, Κίχλη, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα

    Επανέκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη του πολυβραβευμένου μυθιστορήματος της Ελένης Σαραντίτη Κάποτε ο κυνηγός, είκοσι έξι χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του.

    Περί τίνος πρόκειται

    Π. Πρόσφυγας, παραδαρμένος, παραμελημένος, παρατημένος, πόνος, πίστη, περηφάνια, πατέρας, παρών, πατριώτης, προαιώνιος. Παλιννόστηση.

    Ευρυδίκη. Κόρη πολιτικών προσφύγων από την Τασκένδη. Όχι από την Τασκένδη. Από την Λακωνία και τον Αλμυρό Βόλο. Στην Τασκένδη βρέθηκαν γιατί εκδιώχθηκαν λόγω φρονημάτων. «Η γιαγιά μου η Ανάστα, απ’ τα χωριά της Σπάρτης, χήρα στα είκοσι πέντε της, ο λόγος ο Εμφύλιος, αμέσως μετά τη λήξη του, το ’49, με τον πατέρα μου εξάχρονο και καχεκτικό, της Κατοχής παιδί, περπάτησε δεκαέξι μέρες, πότε σέρνοντας και πότε βαστώντας αγκαλιά, πότε παρακαλώντας τον και πότε δέρνοντάς τον για να προχωρήσει, τον μικρούλη Πάνο, τον γιο της και πατέρα μου, προτού πατήσει μαζί μ’ άλλους εννέα συγγενείς και φίλους από την περιοχή τα χώματα της Αλβανίας, όλοι εξαντλημένοι από πείνα, δίψα, κρύο και άλλα πολλά, απερίγραπτα βάσανα…».

    Κι ύστερα από την Αλβανία, κίνησαν για αλλού. Ουγγαρία. “… μας καλοδέχτηκαν στη Βουδαπέστη. Και το παιδί, ο πατέρας σου μαθές ησύχασε κάπως“. Και μετά από πέντε χρόνια κι άλλη μετακίνηση. Τασκένδη τώρα, Σοβιετική Ένωση. Ο πατέρας μεγάλωσε, μια χαρά παλικάρι, καθηγητής. Συναντά τη μητέρα στο Ταλάς, ορεινό παραθεριστικό κέντρο της Κιργκιζίας (για να ξέρετε πόσο μακριά και απανταχού άνθισε ο ελληνισμός). Στην Τασκένδη έζησαν, σε ένα σπίτι παραμυθένιο, ίδιο με όλα δίπλα, αλλά με ένα κηπάκι γεμάτο αρώματα. Κι ύστερα μεταφέρθηκαν σε καινούριο διαμέρισμα. Εκεί γεννήθηκαν τα τρία παιδιά τους. Εκεί έζησαν ζωή όμορφη.

    “… καλώς να ορίσετε. Και θα σας δοθεί κάθε δυνατή βοήθεια. Επιδόματα κυρίως, μικρές έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις και ηθική συμπαράσταση αμέριστη”. Αυτά είπαν στους πρόσφυγες όταν πήγε στο καλό η Επταετία για να παλιννοστήσουν. Και πανηγύριζαν οι Έλληνες που θα επέστρεφαν στην πατρίδα, καθώς η νοσταλγία είχε θεριέψει τον πόθο της επιστροφής. Ζήτω, φεύγουμε. Μόσχα, Οδησσός, Πειραιάς. Ζήτω… που καήκαμε. Τα πράγματα στην πατρίδα έμειναν στα λόγια και τις υποσχέσεις. Φτάνουν στα Τρίκαλα. “Πάμε πίσω, μαμά“. Ο πατέρας παλεύει να βρει θέση ως καθηγητής σε κάποιο πανεπιστήμιο. Καθηγητής ήταν, σπουδαγμένος, ποιητής. Τύχη πουθενά. Θα καταλήξει εργάτης, επιστάτης, μουζίκος, θα κοιμάται αποκαμωμένος. Και η μάνα καθαρίστρια. Και θα φιλοξενούνται σε μια αποθήκη που ανήκει σε εκείνους τους φτασμένους. Αχ, η ζωή στην Τασκένδη. Πού ‘ναι τη τώρα;

    “Ζωντανή πόλη η Τασκένδη. Να μη σου πω για τα σχολειά της. Τα μουσεία και τα θέατρα. Το πανεπιστήμιο. Την Ακαδημία Επιστημών. Τα εργοστάσια και τα εμπορικά της. Θα σου πω μόνο ότι εμείς οι πολιτικοί πρόσφυγες την αισθανθήκαμε σαν μανούλα μας. Κι έτσι μου ‘μεινε στον νου για πάντα…”

    Κι ύστερα ο έρωτας. Ο Χατζηιωάννου, ο γιος. Ο μοναχογιός του κτηματία, φοιτητής στην Αγγλία, ερωτεύτηκε την Ευρυδίκη σε κάποιες διακοπές του που ‘ρθε. Ευγενικός κι απλός, χαριτωμένος και καλότροπος. Καθαρός έδειχνε. Αλλά οι γονείς του, αχ οι γονείς του. Δεν καταράστηκαν μόνο τον έρωτα, αλλά και την οικογένεια όλη. Και τους έδιωξαν από εκείνη την χαμαποθήκη, για μια νέα προσφυγιά. Μια φορά πρόσφυγας, για πάντα πρόσφυγας. Τώρα και εντός συνόρων.

    Εστιάζοντας

    Ένα βιβλίο που αναβλύζει αλήθεια, Ιστορία, που στάζει από δυο βρύσες φαρμάκι και βάλσαμο, πόνο και αγάπη. Η διαδρομή μιας οικογένειας, όπως χιλιάδων οικογενειών μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, από πόλη σε πόλη και χώρα σε χώρα, μέχρι την επιστροφή στη μητέρα πατρίδα. Μια μητέρα που ξέρει να υπόσχεται και να σε πετά κατάχαμα. Όλα τα αφηγηματικά υλικά της καταξιωμένης συγγραφέα συνθέτουν ένα απολαυστικό μυθιστόρημα- πραγματική ωδή στην παιδική αθωότητα που φθίνει και χάνεται, στην οδύσσεια των προσφύγων και δη των πολιτικών λόγω φρονημάτων, στον νόστο, στα όνειρα που συντρίβονται, στον πρώτο έρωτα που δοκιμάζει τη νιότη, την καρδιά και την πίστη σου στους ανθρώπους, στις ταξικές διαφορές που στήνουν οδοφράγματα, στην ψυχική ανθεκτικότητα που συχνά βαπτίζουμε μεγαλείο ψυχής.

    Η Ελένη Σαραντίτη δεν ανοίγει απλώς ένα παράθυρο στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Πρωτίστως, η ιστορία της ανοίγει αλλεπάλληλα παράθυρα διαλόγων με ένα πλήθος εννοιών, συναισθημάτων και ιστορικών γεγονότων: εμφύλιος, διώξεις, προσφυγικές ροές, πόλεις όπου ανθίζεις, κοινωνική απαξίωση, περιθωριοποίηση, ταξικότητα και τοξικότητα του έρωτα και της φιλότητας. Άνθρωποι που ονειρεύονται, που παλεύουν, που θυσιάζουν και θυσιάζονται, που στήνουν ξανά και ξανά το τσαρδί τους παντού, γιατί η ζωή είναι μία. Ήρωες, Ευρυδίκης προεξάρχουσας, που καταθέτουν τον ψυχισμό, τις πληγές και τα γιατρικά τους, που ονειρεύονται, τσακίζονται και πάλι ανθίζουν, ηλικιωμένοι που αφηγούνται, που θυμούνται, που δίνουν σκήπτρα στους επόμενους για να μην κυριαρχήσει η λήθη ως νίκη επί της αλήθειας. Τόση ομορφιά!

    Η γλώσσα ρέει εικόνες, τη μία πίσω από την άλλη. Στάζει μεγάλη Ιστορία μέσα από τις μικρο-ιστορίες, και από το ελάχιστο χτίζει το εκτεταμένο, νύσσει τα διάσπαρτα μικρά αποχυμώνοντας το μεγάλο. Τα πλούσια διαλογικά μέρη φέρουν την απολαυστική θεατρικότητα παράστασης που βλέπεις μπροστά σου και η αφήγηση απαλλοτριώνει μνήμες, ενοποιεί σκόρπιες θύμησες, αναπλάθει την Οδύσσεια, μια Οδύσσεια που πολλοί Έλληνες έζησαν, δεν διάβασαν απλώς στα θρανία. Τα γράμματα της Ευρυδίκης προς τη φίλη της, Ρεγγίνα, ένα ακόμα εύρημα για να αποκαλύπτεται ο βαθύτερος κόσμος των συναισθημάτων της ηρωίδας, αντί να μονολογεί μέσω κάποιου παντογνώστη αφηγητή.

    Το Κάποτε ο κυνηγός έχει τεράστια εσωτερική δύναμη που σταδιακά εξωτερικεύεται και καταλαμβάνει, κυριαρχεί στον νου σου. Και κάθε φορά που έχεις απολαύσει κάτι που διάβασες, τι κάνεις; Ψάχνεις κάποιον να του πεις: “Ξέρεις, διάβασα αυτό και…“.

    Για αναγνώστες από 12-13 περίπου ετών.

    Εκδόσεις Πατάκη.

    ΥΓ: “Ξέρεις, διάβασα το Κάποτε ο κυνηγός και…”

    Διακρίσεις

    Κρατικό Βραβείο Εφηβικού – Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου
    Έπαινος της UNESCO σε διεθνή διαγωνισμό
    Βραβείο Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ – Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου

    TAYTOTHTA
    Τίτλος: Κάποτε ο κυνηγός
    Σειρά: Κύκνοι (12-15 ετών)
    Συγγραφέας: Ελένη Σαραντίτη
    Εικονογράφηση εξωφ.: Θέντα Μιμηλάκη
    Εκδόσεις: Πατάκη, Ιανουάριος 2022, (Α’ έκδοση Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996)
    Επιμέλεια-Διορθώσεις: Αντωνία Κιλεσσοπούλου
    Σελιδοποίηση: Αλέξιος Δ. Μάστορης
    Σελίδες: 224
    Μέγεθος: 14 Χ 21
    ISBN: 978-960-16-9716-1

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular