More
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 1068x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 1068x150
    patakis_To vivlio twn fovwn banner_elniplex 405x150
    patakis_oti thelw tha kanw banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΧρυσές ΛίστεςΧΛ-2022Τίγκρε, με τα χέρια γυμνά, του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη

    Τίγκρε, με τα χέρια γυμνά, του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη

    Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 11+ (target 12-15) – Λογοτεχνία

    Οι φαβέλες (favela) είναι όρος ο οποίος αναφέρεται στις φτωχές συνοικίες του Ρίο ντε Τζανέιρο, όμως συνδέεται με τον όρο παραγκουπόλεις που βρίσκονται σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Περισσότερο από κάθε άλλο μέρος, έχει συνδεθεί με τη Βραζιλία.

    Οι φαβέλες φαίνεται ότι πρωτογεννήθηκαν μετά το 1897 στο Ρίο ντε Τζανέιρο από βετεράνους του εμφυλίου πολέμου του οικισμού Canudos (Guerra de Canudos, 1895–1898), μια σφοδρή σύγκρουση μεταξύ της άρτι δημιουργηθείσας Πρώτης Δημοκρατίας της Βραζιλίας και των κατοίκων του Canudos στη βορειοανατολική πολιτεία της ημιάνυδρης και γεωργικής Μπαϊα, μιας εκ των δεκάξι πολιτειών της χώρας, η οποία στέκεται βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο πόλεμος έληξε βίαια, όταν ο βραζιλιάνικος στρατός εισέβαλλε στην περιοχή και μετά από συνεχείς αποτυχίες και πανωλεθρίες, τελικά ανατίναξε με δυναμίτη τον οικισμό και σκότωσε τους περισσότερους από τους κατοίκους, με τις επιζήσασες γυναίκες να στέλνονται δια της βίας σε πορνεία του Σαλβαντόρ, πρωτεύουσας της πολιτείας.

    Βετεράνοι, λοιπόν, αυτού του πολέμου, κατηφόρισαν στις αρχές του 1900 νότια, προς το Ρίο, δημιουργώντας την πρώτη εστία στις φαβέλες, οι οποίες γίνονταν με τα χρόνια ολοένα και περισσότερο ένας δημοφιλής τρόπος επιβίωσης των φτωχών εσωτερικών μεταναστών και πλανόδιων εργατών οι οποίοι έπρεπε να μένουν μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα ώστε να βρίσκονται κοντά στον τόπο εργασίας τους: δουλειές του ποδαριού, του λιμανιού και της στιγμής. Γιατί; Γιατί οι συγκοινωνίες ήταν το λιγότερο αναξιόπιστες και οι εργοδότες αν αργούσες σε απέλυαν ώσπου να πεις τρία, οπότε η διαμονή στις γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων ήταν μονόδρομος. Και τι να έκαναν; Να έπαιρναν στεγαστικό και να αγόραζαν σπίτι; Δεν έπαιζαν, τέτοια πράγματα επ’ ουδενί εκείνη την εποχή για ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Έτσι η φαβέλες, αυτές οι φτωχικές γειτονιές από παραγκόσπιτα έγιναν κάτι παραπάνω από δημοφιλείς: έγιναν ένα Ρίο μέσα στο Ρίο.

    Σήμερα το Ρίο, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες κυβερνήσεων από το 1937 ως τα τέλη του 70′ να διαλύσουν ή περιορίσουν τις φαβέλες, υπάρχουν χιλιάδες φαβέλες στις οποίες ζει το 20% του πληθυσμού του Ρίο. Δηλαδή περισσότερα από 2 εκατομμύρια εκ των 12 της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής των καριόκας, όπως λέγονται οι κάτοικοι του Ρίο ντε Τζανέιρο, του “Ποταμού του Ιανουαρίου” όπως σημαίνει.

    Αυτό είναι το περιβάλλον του Τίγκρε- με τα χέρια γυμνά. Ο πολυβραβευμένος και εκ των κορυφαίων συγγραφέων ιστοριών για προεφήβους και εφήβους (Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων, Ο Ισιντόρ και το φεγγάρι κ.α.) Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης μας ταξιδεύει στη χώρα του καφέ, στην πόλη που πιστεύουμε οι περισσότεροι ως πρωτεύουσα αλλά δεν και σε μια φαβέλα με το όνομα Εσπεράνσα (=ελπίδα). Εκεί, ανάμεσα σε άλλους, ζει και ο Τίγκρε. Η καρδιά του σπαρταρά∙ να γίνει ποδοσφαιριστής, να βαδίσει τη διέξοδο των φτωχών παιδιών που τα βγάζει έξω από τη ζωή της φαβέλας. “Μωρέ, τούτο εδώ είναι σκέτο τιγράκι”, είπε η κυρία Καρμέλα μια μέρα που τον είδε να πέφτει να μπλοκάρει, τερματοφύλακας γαρ. Ο Μοασίρ Μπαρμπόσα, ο γέρος στην πολυθρόνα, τον συμβούλευσε να μελετά τις γάτες αν θέλει να ξεχωρίσει.

    16 Ιουλίου 1950. Τελικός Παγκοσμίου Κυπέλλου, Μουντιάλ αργότερα. Στάδιο Μαρακανά. Εκατόν ογδόντα τρεις χιλιάδες κόσμος στις εξέδρες, σχεδόν όλοι Βραζιλιάνοι. Βραζιλία-Ουρουγουάη. Έντεκα λεπτά πριν τη λήξη, ο Ουρουαγουανός Γκίγκια σοκάρει το Μαρακανά. Ο τερματοφύλακας της Βραζιλίας κρίνεται ένοχος για ένα λάθος βήμα, για το εθνικό πένθος και τον θάνατο εκατοντάδων σε όλη τη χώρα από ανακοπή. Το όνομά του είναι Μοασίρ Μπαρμπόσα. Πέθανε τον Απρίλιο του 2000. Αλλά στο βιβλίο είναι ο μυστηριώδης γέρος που συμβουλεύει τον επίδοξο τερματοφύλακα Τίγκρε.

    Ο Τίγκρε ονειρεύεται. Να γίνει σπουδαίος. Να κάνει την σκληρή γιαγιά περήφανη γι’ αυτόν. Οι συνθήκες της ζωής του δεν του έχουν χαμογελάσει. Τα μικρά και μεγάλα δράματα τον θυμούνται συχνά πυκνά. Η πανέμορφη Φαμπιάνα, το τρομερό αριστερό εξτρέμ, που την αγαπά. Πώς να την πλησιάσει Απελπισία! Ο Ιμόρταλ, ο ντόπιος άρχοντας που λύνει και δένει στη φαβέλα, ο “ντόνο” που όλα περνάνε από τα κουμάντα του, ακόμα και αν θα γίνεις ποδοσφαιριστής.

    Σε ποια κοινωνία; Κάποια σαν τις φαβέλες και τις επαρχίες της Βραζιλίας του 20ου αιώνα, γεμάτη δεισιδαιμονίες, προλήψεις και προκαταλήψεις, δηλαδή προκάτ αντιλήψεις, μια γη σπαρμένη με λάσπη, αναρριχώμενα όνειρα που συνήθως πνίγονται στα σκουπίδια, μαγεία και μάγια, βία, οργανωμένο έγκλημα με ανοργάνωτο κράτος, φτώχεια, μικρές συνενοχές, ματαιώσεις. Αυτή είναι η φανταστική φαβέλα του Τίγκρε, της Φαμπιάνα, του Πισότε, του Μάουζερ, που δεν είναι τελικά τόσο φανταστική.

    “Είναι λοιπόν ένας κύκλος που δεν τελειώνει ποτέ. Μια μπάλα που κυλάει στην κατηφόρα, χωρίς να υπάρχει άνθρωπος να τη σταματήσει. Όσοι εκείνοι μας βλέπουν έτσι, εμείς αναγκαστικά γινόμαστε έτσι. Και όσο είμαστε έτσι, εκείνοι δε γίνεται να μας δουν αλλιώς. Και το ακόμα χειρότερο είναι ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις, είναι αδύνατον να σπάσεις την αλυσίδα και να πάρεις άλλο δρόμο. Υπάρχουν παντού συρματοπλέγματα, παντού μπάρες, παντού μπλόκα της αστυνομίας με μεγάλα συκλιά που σε εμποδίζουν. Δύο επιλογές έχεις λοιπόν. Είτε να αρπάξεις με το ζόρι ό,τι μπορείς ρισκάροντας ακόμα και τη ζωή σου είτε να κάτσεις στα αυγά σου και να γίνεις σαν τη γιαγιά. Να δουλεύεις σαν το σκυλί για ένα πιάτο φαγητό και να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους να πεθαίνουν, να υποφέρουν, να πηγαίνουν φυλακή, να αποχαιρετούν τα όνειρά τους. Και το μόνο σου κέρδος θα είναι πως στο τέλος θα έχεις σώσει την ψυχή σου”.

    Τι σχέση έχουν αυτά τα ξυπόλυτα παιδιά της φανταστικής φαβέλας του Τίγκρε με παιδιά άλλων χωρών, ας πούμε της Ελλάδας. Όταν κάποτε εμείς, οι 40+, κλωτσούσαμε το πατημένο τενεκέδι της πορτοκαλάδας ή το γεμάτο χαρτιά πλαστικό μπουκάλι στην τσιμεντένια αυλή του δημοτικού σχολείου και πανηγυρίζαμε το γκολ ανεβαίνοντας στα κάγκελα λες και ήμασταν ο Κρόιφ, ο Σώκρατες, ο Ταρντέλι ή προσφάτως ο Μπονούτσι στο Γουέμπλει και ακόμα εξακολουθείς να βλέπεις αγόρια (και κορίτσια συχνά) να μετατρέπουν κάτι “άχρηστο” σε μπάλα και να στήνουν ματσάκι όπου γης… Και όταν καταλάβεις ότι σε εκατοντάδες μέρη της χώρας μας ακόμα δεν υπάρχουν ακαδημίες, φανέλες και μπάλες, δεν υπάρχουν οικογένειες με τσέπες για αυτά που μοιάζουν δήθεν αυτονόητα, αλλά παιδιά που πλάι στον εγκαταλειμμένο πετρόχτιστο σιδηροδρομικό σταθμό κλωτσάνε μια μισοσκασμένη μπάλα, τότε θα δεις αντιστοιχίες και γέφυρες με το σήμερα και τη Βραζιλία της φαβέλας που δε θα πιστεύεις. Τα όνειρα των μικρών παιδιών που βαδίζουν προς την εφηβεία και κοιτάζουν μπροστά τους το πεπρωμένο μιας πανομοιότυπης ενηλικίωσης είναι ίδια σε όλο τον κόσμο και ο συγγραφέας το ξέρει και το κρεμάει παράσημο σε κάθε αναγνώστη.

    Ο Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης ξέρει μπάλα, ξέρει να βλέπει κι ακόμα καλύτερα ξέρει να γράφει και να γοητεύει με τη γραφή του. Δεν βλέπει το ποδόσφαιρο μέσα από τον παραμορφωτικό φακό κάπου οπαδισμού, δαλιανιδικού χουλιγκανισμού ή ενός (south) american dream με happy end. Γιατί για κάθε ένα happy end, έχουμε μερικές εκατοντάδες παιδιών που χάνονται ανάμεσα σε ματαιωμένα όνειρα και ασύμμετρες για τις αντοχές τους απειλές, πριν πάρουν μεταγραφή στη Βάσκα ντα Γκάμα, τη Σάο Πάολο ή τη Φλουμινένσε, διαβατήρια για τους μεγάλους της Ευρώπης.

    Το ποδόσφαιρο είναι ευγενής προσομοίωση μάχης, είναι η δημοκρατική αντιπαράθεση δύο στρατών που μάχονται για το θήραμα. Είναι το άθλημα που γεννά τόσες ιστορίες όσο όσες όλες οι άλλες κοινωνικές δραστηριότητες του ανθρώπου μαζί. Είναι το όχημα παιδιών προς την ελευθερία. Είναι να κερδίσεις το βλέμμα του έρωτά σου. Είναι να γλιτώσεις από τους εκμεταλλευτές της γειτονιάς σου. Είναι η ράγα πάνω στην οποία θες να τρέξεις για να φτιάξεις τη δική σου θαυμαστή ιστορία, με γάντια ή χωρίς, με πόνο σίγουρα. Είναι να γίνεις ο νέος Ζαϊρζίνιο, Ζίκο, Ρομάριο, Ριβάλντο, Ρονταλντίνιο, Ρικέλμε για να θυμηθώ μερικούς από τους λαμπρούς σταρ που βγήκαν από τις παράγκες των βραζιλιάνικων φαβέλων. Ο Τίγκρε σκιαγραφείται θαυμάσια, γιατί θαυμάσια σκιαγραφείται όλη η κοινωνία μέσα στην οποία μεγαλώνει και ονειρεύεται, μια κοινωνία η οποία δεν κρύβεται κάτω από το χαλάκι εκατομμυρίων των λαμπρών σταρ του αθλήματος, αλλά φανερώνεται με όλη της τη σκληρότητα και τραχειά επιφάνειά της.

    Σπουδαία συγγραφική επιλογή η αποκατάσταση ενός εκ των δεκάδων “εκτελεσθέντων” στα φίλαθλα κάτεργα της ποδοσφαιρικής αδικίας, του μαύρου προβάτου του 1950 και του δράματος του Μαρακανά, Μοασίρ Μπαρμπόσα, που ένα λάθος βήμα (αλλά κανείς δεν μιλά για το ευφυές βήμα του Ουρουγουανού επιθετικού) τον μετέτρεψε από σταρ της εποχής του στον πλέον μισητό Βραζιλιάνο της ιστορίας. Ο ταπεινωμένος, απόβλητος τερματοφύλακας είναι εκεί, λες και προσπαθεί να βρει μια εξιλέωση, ένα βήμα που θα του χαρίσει μισό χαμόγελο, να δώσει λίγη γνώση σε ένα παιδί που πασχίζει να βρει τον δρόμο του. Και η μεταχείρισή του στις σελίδες γίνεται με κάτι που θα αποκαλέσω γοητευτικό σεβασμό ο οποίος προσπαθεί να μαζέψει πίσω εκείνο το ένα λάθος βήμα του πριν κάνει το τελευταίο δικό του στη ζωή.

    Σπουδαία, επίσης, διακειμενική επιλογή θεωρώ και την ταύτιση του Τίγκρε με τον ορφανό Πιπ, τον πρωταγωνιστή από τις Μεγάλες Προσδοκίες του Τσαρλς Ντίκενς, όπου οι συνθήκες φτώχειας θυμίζουν τις φαβέλες της Βραζιλίας. Αφενός γιατί βρίσκει τρόπο να συστήσει στα παιδιά ένα σπουδαίο κλασικό έργο, αφετέρου και σημαντικότερο γιατί έχω αδυναμία στον εσωτερικό διάλογο βιβλίων και έργων τέχνης μεταξύ τους, ειδικά όταν γίνεται τόσο πετυχημένα και φυσικά όπως εδώ, όπου ο Τίγκρε διαβάζει, ταυτίζεται, παίρνει δύναμη, βλέπει φως μες το σκοτάδι.

    Ένα έξοχου ρυθμού εφηβικό βιβλίο που διαβάζεται… με γυμνά χέρια! Βασισμένο σε αρκετές αληθινές ιστορίες, μαζεμένες από τις φαβέλες και το δράμα του 1950.

    Θαυμάσιο εξώφυλλο που συμπυκνώνει τον κόσμο της φαβέλας και τις σημασιολογικές εκτάσεις της από τον Βασίλη Σελιμά.

    Για αναγνώστες από 11 ετών.

    Εκδόσεις Πατάκη.

    ΥΓ: Η Βάσκο ντα Γκάμα ήρθε 7η στο πρωτάθλημα το 1972, το 1999 και το 2017. Το 1972 ο Μπαρμπόσα δεν ήταν γέρος. Το 2017 δεν ζούσε. Το 1999 ήταν ιδανικό για την ιστορία του Τίγκρε.

    Απόσπασμα

    Διαβάστε απόσπασμα εδώ

    Διακρίσεις

    Με μια ματιά

    • Ο πολυβραβευμένος και εκ των κορυφαίων συγγραφέων Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης μας ταξιδεύει στη χώρα του καφέ, στην πόλη που πιστεύουμε οι περισσότεροι ως πρωτεύουσα αλλά δεν και σε μια φαβέλα με το όνομα Εσπεράνσα (=ελπίδα). Εκεί, ανάμεσα σε άλλους, ζει και ο Τίγκρε. Η καρδιά του σπαρταρά∙ να γίνει ποδοσφαιριστής, να βαδίσει τη διέξοδο των φτωχών παιδιών που τα βγάζει έξω από τη ζωή της φαβέλας.
    • Ο Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης ξέρει μπάλα, ξέρει να βλέπει κι ακόμα καλύτερα ξέρει να γράφει και να γοητεύει με τη γραφή του. Δεν βλέπει το ποδόσφαιρο μέσα από τον παραμορφωτικό φακό οπαδισμού ή ενός (south) american dream με happy end. Για κάθε ένα happy end, έχουμε μερικές εκατοντάδες παιδιών που χάθηκαν ανάμεσα σε ματαιωμένα όνειρα και ασύμμετρες για τις αντοχές τους απειλές. Το ποδόσφαιρο είναι ευγενής προσομοίωση μάχης, είναι η δημοκρατική αντιπαράθεση δύο στρατών που μάχονται για το θήραμα. Είναι το άθλημα που γεννά τόσες ιστορίες όσο όσες όλες οι άλλες κοινωνικές δραστηριότητες του ανθρώπου μαζί. Είναι το όχημα παιδιών προς την ελευθερία.
    • Σπουδαία συγγραφική επιλογή η αποκατάσταση ενός εκ των δεκάδων εκτελεσθέντων στα κάτεργα της ποδοσφαιρικής αδικίας, του μαύρου προβάτου του 1950 Μοασίρ Μπαρμπόσα, που ένα λάθος βήμα τον μετέτρεψε από σταρ της εποχής του στον πλέον μισητό Βραζιλιάνο της ιστορίας.

    Το Soundtrack του βιβλίου

    Locomondo – Goal

    Canción del mundial 1950 (NO HABIA CANCION OFICIAL)

    TAYTOTHTA
    Τίτλος: Τίγκρε, με τα χέρια γυμνά
    Σειρά: Κύκνοι (12-15 ετών)
    Συγγραφέας: Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης
    Εικονογράφηση εξωφ: Βασίλης Σελιμάς
    Εκδόσεις: Πατάκη, Μάιος 2021
    Διορθώσεις: Αντωνία Κιλεσσοπούλου
    Σελιδοποίηση: Κωνσταντίνος Καπένης
    Σελίδες: 224
    Μέγεθος: 14 Χ 21
    ISBN: 978-960-16-9352-1

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular